ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΧΑΣΑΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΡΟΛΥΚΟΥ
Του Πανίκκου Χρυσάνθου
11.01.1997. Ο Χασάνης στο
βουνό πάνω από την Αντρολύκου. «Δοξάζω τον Θεόν, που τα έδειξεν τόσον όμορφα
τζιαι δεν αδικά κανέναν. Με Τούρκον, με Έλληναν, με Εγγλέζον. Ούλλοι έρκουνται
τζιαι φεύκουν. Είμαστιν ούλλοι περαστικοί. Ερκούμαστιν, θωρούμεν τζιαι
φεύκουμεν. Εν έσιει να πεις «εννά ποφύω εγιώνι. Κρατώ εκατομύρια τζι εννά
πκιερώσω να γλυτώσω τον θάνατον». Εν με το γυρίν. Όπως τους Εγγλέζους που
στέκουν γραμμήν τζιαι πκιάννει ένας-ένας το φαϊν του ή τον σιηπέττον του τζιαι
φεύκει, έτσι τζι εμείς. Εμείς πάμεν τζι έρκουνται άλλοι στον τόπον μας>
Πέθανε χτες ο φίλος μας ο Χασάνης από την Αντρολύκου. Τον θάβουμε στο χωριό του σήμερα το απόγευμα στις 4. Επειδή έχω την αίσθηση ότι μας έφυγε ακόμα ένας από τους τελευταίους του «κόσμου της Κύπρου», νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, που έφερε μαζί του ο θάνατος.
Ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Όταν μιλούσε, νόμιζες πως ακούεις τον Όμηρο. Ήταν μια σοφία που γεννούσε κάποτε ο τόπος μας. Την μπόλιαζαν οι μεγάλοι στους μικρούς και την επεξεργαζόταν η ζωή με τον μοναδικό τρόπο που τη βιώνει ο καθένας μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Κι η ζωή ήταν πολύ γενναιόδωρη σε εμπειρίες και μαθήματα για τον φτωχό βοσκό Χασάνη από την Αντρολύκου. Δέκα χρονών ο πατέρας του τον έδωσε μισταρκό σε Έλληνες φίλους του μέσα στον Ακάμα. Του είπε πως αυτοί θα είναι πια σαν τους γονιούς του. Και να μην ανησυχεί που βάζουν τον σταυρό τους και λένε « Χριστέ μου» και «Παναγία μου». «Ο Θεός είναι ένας, αυτοί τον λένε Χριστό, εμείς Αλλάχ».
Κι όμως, δέκα χρόνια μετά, αυτή η απλή ερμηνεία των πραμάτων της ζωής, που εξέφραζε τόσο παραστατικά ο αγράμματος πατέρας του Χασάνη, φάνταζε ολότελα ξένη στην νέα πραγματικότητα της Κύπρου. Ήμαστε στα μισά της δεκαετίας του 50 κι είχε ήδη φυσήξει άλλος αέρας. Εθνικοί στόχοι, φανατισμός, διακοινοτικές εντάσεις. Όταν ο Χασάνης και η Χαμπού αγαπήθηκαν, δυο χωριά βρέθηκαν στα πρόθυρα του πολέμου. Οι Δρουσιώτες κατέβηκαν με δικράνια, σιηπέττους και τσάππες στην Αντρολύκου να πάρουν πίσω τη γυναίκα «τους» από τον «Τούρκο». Κανένας δε διανοήθηκε να σεβαστεί την επιθυμία δυο ανθρώπων να ζήσουν μαζί.
Η αγάπη τους έγινε ένας αγώνας και μια περιπέτεια. Κι επειδή ήταν μεγάλη κατάφεραν να περάσουν από τη σκύλλα και τη χάρυβδη και να ζήσουν μαζί.
Όταν το 1975 οι Τουρκοκύπριοι της Αντρολύκου έφυγαν για το βορρά, ο Χασάνης ήταν ο μόνος που έμεινε. Για το χατίρι και την αγάπη της Χαμπούς, που δεν ήθελε να φύγει. Έζησαν μόνοι σε ένα έρημο χωριό, που μετατράπηκε σε μια απέραντη μάντρα. Ήταν ένα είδος εξορίας, επειδή αγάπησαν. Στον τοίχο του σπιτιού τους ήταν παντα κρεμασμένες εικόνες της Παναγίας. «Η γεναίκα μου εν Χριστιανή», ελάλεν ο μουσουλμάνος Χασάνης. «Ο άθρωπος ό,τι πιστεύκει, πιστεύκει». Η ανοχή κι ο σεβασμός της διαφορετικότητας ήταν πράξη της ζωή του.
Το 2007 πέθανε η Χαμπού. Υπήρξα μάρτυρας μιας μικρής συγκλονιστικής ιστορίας γύρω από αυτό το θάνατο. Όταν η Χαμπού ήταν στο γενικό νοσοκομείο της Λευκωσίας με μετρημένες μέρες ζωής, έπαιρνα που και που τον Χασάνη να την επισκεφτεί. Άφηνε τα ζώα του μέσα στη μάντρα ή κανόνιζε κάποιος να τα φροντίζει. Έμενε όλη τη μέρα δίπλα της και το βράδυ επιστρέφαμε μαζί στην περιοχή της Πόλης. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια ο Χασάνης της μίλησε με πολλή διακριτικότητα για το θάνατο. Ήμουν μπροστά. Της είπε περίπου τα εξής: «Ρε γεναίκα, να σε ρωτήσω κάτι τζιαι μεν με παρεξηγήσεις. Εν τζιαι ξέρουμεν ποιος εννά πεθάνει πρώτος τζιαι ποιος δεύτερος. Μπορεί να πεθάνω εγιώ, μπορεί να πεθάνεις εσού. Ο γιος μας είπεν μου πως του είπες ότι αν πεθάνεις, θέλεις να θαφτείς εις το χωρκόν σου. Εν αλήθκεια, πε μου να ξέρω». Η Χαμπού είπε πως δεν είναι αλήθεια. «Τζιαμαί ποννά θαφτείς εσού θέλω να θαφτώ τζι εγιώ», είπε. «Μαζίν τζιαι στην ζωήν τζιαι στον θάνατον». Μόνο μια χάρη ζήτησε. Να της κάμουν χριστιανική κηδεία. Ο Χασάνης της το υποσχέθηκε. Ήταν ευχαριστημένος από την απόφαση της γυναίκας του. Ένιωθε πως το χωριό της την απαρνήθηκε, όταν αποφάσισε να ζήσει μαζί του, κι έβρισκε δίκιο να τη θάψει στην Αντρολύκου. Όταν η Χαμπού πέθανε, οι παπάδες αρνήθηκαν να κάμουν την τελετή της κηδείας. «Δεν είναι χριστιανή, είπαν. Απόδειξη πως δε βάφτισε τα παιδιά της». Ο μουσουλμάνος Χασάνης έκαμε πόλεμο να τη θάψει χριστιανικά, όπως αυτή επιθυμούσε κι όπως της υποσχέθηκε. Σουρρεαλιστικά πράγματα σε μια σχιζοφρενική χώρα: Ένας μουσουλμάνος γίνεται στην πράξη υπέρμαχος της αγάπης, κι αυτοί που εκπροσωπούν - υποτίθεται - τη θρησκεία της αγάπης αποδεικνύονται ζηλωτές του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Ο Χασάνης έφτασε μέχρι τον αρχιεπίσκοπο με μια ταυτότητα της Χαμπούς στο χέρι, εκδομένη από το επίσημο κράτος, που έγραφε «Χαραλαμπία Μουσταφά». Ακόμα και το όνομα της αποδείκνυε ότι η Χαμπού ήταν χριστιανή. Ο αρχιεπίσκοπος συγκατένευσε. Η Χαμπού κηδεύτηκε στην εκκλησία του διπλανού χωριού και τάφηκε στην Αντρολύκου.
Ο «αγράμματος» βοσκός, ο Χασάνης, ο μορφωμένος πιο πολύ και από τους “μορφωμένους”, βρήκε τη χρυσή τομή: Στο μουσουλμανικό νεκροταφείο του χωριού θα ήταν προσβολή να τη θάψει. Ανήκει στους μουσουλμάνους. Έφτιαξε ένα μικρό χώρο κολλητά πάνω στο νεκροταφείο, το έφραξε και την έθαψε εκεί. Της έφτιαξε τζιβούρι και σταυρό. Κι έδωσε εντολή, όταν έρθει κι η σειρά του να τον θάψουν δίπλα στην Χαμπού και να βάλουν στον τάφο του τη μουσουλμανική πέτρα – ruhuna fatiha. Σε μένα ανέθεσε να βάλω ανάμεσα στους δυο τάφους μια κυπριακή σημαία. Ερμηνεύω την επιθυμία του όχι σαν μια άρνηση της εθνικής ταυτότητας. Αλλά σαν μια άρνηση του εθνικισμού, που εκφράστηκε με την υπερβολή των σημαιών.
Αύριο θα εκπληρώσω την επιθυμία του. Δεν θα το κάμω γιατί αναμένω ότι η ψυχή του θα αγαλλιάσει. Σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω, ο Χασάνης έφυγε για πάντα. Αν ζει κάτι από αυτόν είναι ό,τι παραμένει μέσα στη ψυχή όσων τον γνώρισαν κι εκτίμησαν το ήθος και την ανθρωπιά του.
Πέθανε χτες ο φίλος μας ο Χασάνης από την Αντρολύκου. Τον θάβουμε στο χωριό του σήμερα το απόγευμα στις 4. Επειδή έχω την αίσθηση ότι μας έφυγε ακόμα ένας από τους τελευταίους του «κόσμου της Κύπρου», νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, που έφερε μαζί του ο θάνατος.
Ήταν ένας σοφός άνθρωπος. Όταν μιλούσε, νόμιζες πως ακούεις τον Όμηρο. Ήταν μια σοφία που γεννούσε κάποτε ο τόπος μας. Την μπόλιαζαν οι μεγάλοι στους μικρούς και την επεξεργαζόταν η ζωή με τον μοναδικό τρόπο που τη βιώνει ο καθένας μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες. Κι η ζωή ήταν πολύ γενναιόδωρη σε εμπειρίες και μαθήματα για τον φτωχό βοσκό Χασάνη από την Αντρολύκου. Δέκα χρονών ο πατέρας του τον έδωσε μισταρκό σε Έλληνες φίλους του μέσα στον Ακάμα. Του είπε πως αυτοί θα είναι πια σαν τους γονιούς του. Και να μην ανησυχεί που βάζουν τον σταυρό τους και λένε « Χριστέ μου» και «Παναγία μου». «Ο Θεός είναι ένας, αυτοί τον λένε Χριστό, εμείς Αλλάχ».
Κι όμως, δέκα χρόνια μετά, αυτή η απλή ερμηνεία των πραμάτων της ζωής, που εξέφραζε τόσο παραστατικά ο αγράμματος πατέρας του Χασάνη, φάνταζε ολότελα ξένη στην νέα πραγματικότητα της Κύπρου. Ήμαστε στα μισά της δεκαετίας του 50 κι είχε ήδη φυσήξει άλλος αέρας. Εθνικοί στόχοι, φανατισμός, διακοινοτικές εντάσεις. Όταν ο Χασάνης και η Χαμπού αγαπήθηκαν, δυο χωριά βρέθηκαν στα πρόθυρα του πολέμου. Οι Δρουσιώτες κατέβηκαν με δικράνια, σιηπέττους και τσάππες στην Αντρολύκου να πάρουν πίσω τη γυναίκα «τους» από τον «Τούρκο». Κανένας δε διανοήθηκε να σεβαστεί την επιθυμία δυο ανθρώπων να ζήσουν μαζί.
Η αγάπη τους έγινε ένας αγώνας και μια περιπέτεια. Κι επειδή ήταν μεγάλη κατάφεραν να περάσουν από τη σκύλλα και τη χάρυβδη και να ζήσουν μαζί.
Όταν το 1975 οι Τουρκοκύπριοι της Αντρολύκου έφυγαν για το βορρά, ο Χασάνης ήταν ο μόνος που έμεινε. Για το χατίρι και την αγάπη της Χαμπούς, που δεν ήθελε να φύγει. Έζησαν μόνοι σε ένα έρημο χωριό, που μετατράπηκε σε μια απέραντη μάντρα. Ήταν ένα είδος εξορίας, επειδή αγάπησαν. Στον τοίχο του σπιτιού τους ήταν παντα κρεμασμένες εικόνες της Παναγίας. «Η γεναίκα μου εν Χριστιανή», ελάλεν ο μουσουλμάνος Χασάνης. «Ο άθρωπος ό,τι πιστεύκει, πιστεύκει». Η ανοχή κι ο σεβασμός της διαφορετικότητας ήταν πράξη της ζωή του.
Το 2007 πέθανε η Χαμπού. Υπήρξα μάρτυρας μιας μικρής συγκλονιστικής ιστορίας γύρω από αυτό το θάνατο. Όταν η Χαμπού ήταν στο γενικό νοσοκομείο της Λευκωσίας με μετρημένες μέρες ζωής, έπαιρνα που και που τον Χασάνη να την επισκεφτεί. Άφηνε τα ζώα του μέσα στη μάντρα ή κανόνιζε κάποιος να τα φροντίζει. Έμενε όλη τη μέρα δίπλα της και το βράδυ επιστρέφαμε μαζί στην περιοχή της Πόλης. Σε ένα από αυτά τα ταξίδια ο Χασάνης της μίλησε με πολλή διακριτικότητα για το θάνατο. Ήμουν μπροστά. Της είπε περίπου τα εξής: «Ρε γεναίκα, να σε ρωτήσω κάτι τζιαι μεν με παρεξηγήσεις. Εν τζιαι ξέρουμεν ποιος εννά πεθάνει πρώτος τζιαι ποιος δεύτερος. Μπορεί να πεθάνω εγιώ, μπορεί να πεθάνεις εσού. Ο γιος μας είπεν μου πως του είπες ότι αν πεθάνεις, θέλεις να θαφτείς εις το χωρκόν σου. Εν αλήθκεια, πε μου να ξέρω». Η Χαμπού είπε πως δεν είναι αλήθεια. «Τζιαμαί ποννά θαφτείς εσού θέλω να θαφτώ τζι εγιώ», είπε. «Μαζίν τζιαι στην ζωήν τζιαι στον θάνατον». Μόνο μια χάρη ζήτησε. Να της κάμουν χριστιανική κηδεία. Ο Χασάνης της το υποσχέθηκε. Ήταν ευχαριστημένος από την απόφαση της γυναίκας του. Ένιωθε πως το χωριό της την απαρνήθηκε, όταν αποφάσισε να ζήσει μαζί του, κι έβρισκε δίκιο να τη θάψει στην Αντρολύκου. Όταν η Χαμπού πέθανε, οι παπάδες αρνήθηκαν να κάμουν την τελετή της κηδείας. «Δεν είναι χριστιανή, είπαν. Απόδειξη πως δε βάφτισε τα παιδιά της». Ο μουσουλμάνος Χασάνης έκαμε πόλεμο να τη θάψει χριστιανικά, όπως αυτή επιθυμούσε κι όπως της υποσχέθηκε. Σουρρεαλιστικά πράγματα σε μια σχιζοφρενική χώρα: Ένας μουσουλμάνος γίνεται στην πράξη υπέρμαχος της αγάπης, κι αυτοί που εκπροσωπούν - υποτίθεται - τη θρησκεία της αγάπης αποδεικνύονται ζηλωτές του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Ο Χασάνης έφτασε μέχρι τον αρχιεπίσκοπο με μια ταυτότητα της Χαμπούς στο χέρι, εκδομένη από το επίσημο κράτος, που έγραφε «Χαραλαμπία Μουσταφά». Ακόμα και το όνομα της αποδείκνυε ότι η Χαμπού ήταν χριστιανή. Ο αρχιεπίσκοπος συγκατένευσε. Η Χαμπού κηδεύτηκε στην εκκλησία του διπλανού χωριού και τάφηκε στην Αντρολύκου.
Ο «αγράμματος» βοσκός, ο Χασάνης, ο μορφωμένος πιο πολύ και από τους “μορφωμένους”, βρήκε τη χρυσή τομή: Στο μουσουλμανικό νεκροταφείο του χωριού θα ήταν προσβολή να τη θάψει. Ανήκει στους μουσουλμάνους. Έφτιαξε ένα μικρό χώρο κολλητά πάνω στο νεκροταφείο, το έφραξε και την έθαψε εκεί. Της έφτιαξε τζιβούρι και σταυρό. Κι έδωσε εντολή, όταν έρθει κι η σειρά του να τον θάψουν δίπλα στην Χαμπού και να βάλουν στον τάφο του τη μουσουλμανική πέτρα – ruhuna fatiha. Σε μένα ανέθεσε να βάλω ανάμεσα στους δυο τάφους μια κυπριακή σημαία. Ερμηνεύω την επιθυμία του όχι σαν μια άρνηση της εθνικής ταυτότητας. Αλλά σαν μια άρνηση του εθνικισμού, που εκφράστηκε με την υπερβολή των σημαιών.
Αύριο θα εκπληρώσω την επιθυμία του. Δεν θα το κάμω γιατί αναμένω ότι η ψυχή του θα αγαλλιάσει. Σύμφωνα με τα δικά μου πιστεύω, ο Χασάνης έφυγε για πάντα. Αν ζει κάτι από αυτόν είναι ό,τι παραμένει μέσα στη ψυχή όσων τον γνώρισαν κι εκτίμησαν το ήθος και την ανθρωπιά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου