Αφιέρωμα στην μνήμη του κάθε Ζακ που λιντσάρεται - «Ο Ζακ Κωστόπουλος και η ρητορική του λιντσαρίσματος»
«Και να τι θέλω τώρα να σας πω. Μες στις Ινδίες, μέσα
στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσαν έναν
άνθρωπο εκεί που βάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι
στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά και η γη μας τόσο
δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ΄ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους
βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό,
πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να
βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε!!»
Ναζιμ Χικμετ
Ο Ζακ Κωστόπουλος και η ρητορική του λιντσαρίσματος[αναδημοσίευση από: Βαβυλωνία]
Αλέξανδρος Σχισμένος
«Όμως, ο
μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσουν τους επικριτές της ανείπωτα αποκρουστικής
πρακτικής του λιντσαρίσματος ήταν να υποστηρίξουν ότι οι μαύροι ήταν
κυριολεκτικά άγρια κτήνη, με ανεξέλεγκτα σεξουαλικά πάθη και εγκληματική φύση
σφραγισμένη από την κληρονομικότητα. Η απίστευτη σκληρότητα και η βαρβαρότητα
του λιντσαρίσματος οδήγησε έτσι στην πιο ακραία δυσφήμιση του χαρακτήρα του
Μαύρου και παρείχε τον τόνο και την ουσία για τη φιλολογία του φυλετικού μίσους
της εποχής.» [1]
Έτσι περιγράφει ο
Αμερικάνος ιστορικός George M. Fredrickson την αντίδραση των Νότιων λευκών πολιτικών και εφημερίδων
στην εξάπλωση της πρακτικής του λιντσαρίσματος στα τέλη του 19ου
αιώνα στις ΗΠΑ. Τα λιντσαρίσματα συνοδευόταν από την ρατσιστική δυσφήμιση
των θυμάτων, από την απόπειρα δαιμονοποίησης του θύματος προκειμένου να
εξιλεωθεί ο θύτης. Σε μία διεστραμμένη αντιστροφή, οι ρατσιστές, που
κυριάρχησαν στην πολιτική του Νότου κατά τη δεκαετία του 1890, κατήγγειλαν το
θύμα για να αθωώσουν τον θύτη χωρίς να αναγκαστούν να υποστηρίξουν την πράξη.
Διότι το λιντσάρισμα
από τη μία υπήρξε μέσο κοινωνικού ελέγχου και διαιώνισης της κοινωνικής
ανισότητας μέσω του φόνου και του τρόμου, όμως από την άλλη φανέρωνε την
αδυναμία των επίσημων αρχών να επιβάλλουν τον νόμο και κλόνιζε την κατασταλτική
αποκλειστικότητα των δυνάμεων ασφαλείας. Η αμφιθυμία των ρατσιστών συντηρητικών
βρήκε διέξοδο στην κατασκευή της εικόνας του ελεύθερου μαύρου ως «κτήνους», που
αντικατέστησε την παραδοσιακή πατερναλιστική αναπαράσταση του σκλαβωμένου
μαύρου ως «κατοικίδιου»[2].
Η εξάπλωση του
λιντσαρίσματος οδήγησε σε δημόσια κατακραυγή που οι Νότιοι ρατσιστές
προσπάθησαν να διαστρέψουν εντείνοντας την προπαγάνδα του κτηνώδους. Προκαλεί
αγανάκτηση σήμερα το γεγονός ότι η απάντηση του αρθρογράφου Charles Henry Smith στο ζήτημα του λιντσαρίσματος ήταν ένα άρθρο με τον
τίτλο: «Έχουν οι Αμερικάνοι
νέγροι υπερβολική ελευθερία;»[3] Στο ίδιο περιοδικό, ένα άρθρο του «μετριοπαθούς»
πολιτικού Atticus Haywood, καταδίκαζε το λιντσάρισμα ως «βάρβαρη πράξη ενάντια
στην κοινωνία», αλλά αμέσως μετά ρωτούσε «σκεφτείτε όμως και ποιος προκάλεσε»,
προχωρώντας στην εξιλέωση του θύτη και την καταδίκη του θύματος.
Πώς γίνεται να
καταδικαστεί το θύμα μιας τόσο βάρβαρης πράξης; Με τη δαιμονοποίηση μίας
ολόκληρης κοινωνικής μειονότητας, την επίκληση των πλέον ξενοφοβικών
στερεοτύπων με την πλήρη έννοια του «ξενοφοβικού», δηλαδή τον φόβο του
διαφορετικού, με την κινητοποίηση των μηχανισμών της διαμόρφωσης της κοινής
γνώμης και την αποπροσωποποίηση του θύματος. Το ζητούμενο είναι να γίνει το
θύμα απρόσωπο, να γίνει σύμβολο μιας κοινωνικής κατηγορίας ήδη κατασκευασμένης
και αφηρημένης και μισητής, ακριβώς για τον λόγο ότι κατασκευάστηκε ως αφηρημένο
σύμβολο ενός ελεγχόμενου μίσους.
Έτσι το λιντσάρισμα,
παρότι «αυθόρμητη βία» εγκολπώνεται ξανά στις τεχνικές επιβολής της τάξης,
επιβεβαιώνοντας εκ νέου την αυθεντία των δυνάμεων ασφαλείας, τη στιγμή που οι
υποστηρικτές του θύματος, μπροστά στη φρίκη του έκνομου μίσους, απευθύνονται
για την τήρηση του νόμου στους μηχανισμούς που έθρεψαν ακριβώς το έκνομο μίσος
για να διατηρήσουν τα «νόμιμα» προνόμια τους.
Τηρουμένων των
αναλογιών, μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την τάση δυσφήμισης του θύματος και
στην περίπτωση του Ζακ Κωστόπουλου, που πέθανε την 21η Σεπτέμβρη του
2018, όταν, αφού εγκλωβίστηκε σε κοσμηματοπωλείο και προσπάθησε να διαφύγει
σπάζοντας τη βιτρίνα, δέχτηκε κλωτσιές στο κεφάλι από μια ομάδα «περαστικών».
Γρήγορα οι ειδήσεις των τηλεοπτικών καναλιών γέμισαν με τίτλους για «άστεγο
τοξικομανή» που «αυτοτραυματίστηκε από τα τζάμια (Star)», ενώ τα social media γέμιζαν από “καλά να πάθει” με τη δικαιολόγηση “αφού
ήταν τοξικομανής/κλέφτης”. Όταν κυκλοφόρησε το βίντεο που δείχνει το
λιντσάρισμα του ανθρώπου που προσπαθεί να διαφύγει το κλίμα δεν άλλαξε πολύ.
Όμως
κανείς άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη κατηγορία.
Επιπλέον, ο Ζακ
Κωστόπουλος ήταν άνθρωπος με φωνή, ένας ακτιβιστής που στο παρελθόν δεν
φοβήθηκε να υψωθεί ενάντια στην βρώμικη προπαγάνδα κατά των οροθετικών, την
οποία είχε εξαπολύσει το 2012 ο Υπουργός Υγείας Λοβέρδος. Θυμόμαστε όλοι πώς
τότε το «υψηλού κύρους» πολιτικό προσωπικό και οι ενημερωτικοί του αντιπρόσωποι
είχαν επιτεθεί με τον πιο λασπώδη τρόπο στις οροθετικές γυναίκες που
δικαιώθηκαν μετά από 4 χρόνια, σε δικαστήριο του 2016, χωρίς όμως ποτέ οι θύτες
της διαπόμπευσής τους να θιγούν. Αντιθέτως, όπως και οι ρατσιστές πολιτικοί του
αμερικάνικου Νότου, οι ίδιοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι συνεχίζουν να
«διαμορφώνουν» την κοινή γνώμη.
Ο ίδιος ο Ζακ
Κωστόπουλος δεν περιέγραφε τον εαυτό του αφηρημένα ως στερεότυπο, αλλά με
σαφήνεια, ως άνθρωπο που υπερέβαινε τα κυρίαρχα στερεότυπα που η ίδια του η
ύπαρξη αμφισβητούσε: «Είμαι 30 χρονών, Drag Queen, ακτιβιστής. Είμαι οροθετικός, είμαι αδερφή. Ασχολούμαι
ως ακτιβιστής κυρίως με αυτά τα θέματα, αλλά και με τα ανθρώπινα δικαιώματα
γενικά. Είμαι μια Drag Queen οροθετική τσούλα!» [4]
Ο Ζακ, οροθετικός,
δεν σώπασε τότε μπροστά στη κρατική μηχανή της διαπόμπευσης και την επιχείρηση
δαιμονοποίησης των «περιθωριακών οροθετικών». Είναι αβάστακτο άδικο ότι και ο
ίδιος, στον φρικτό του θάνατο από τους «περαστικούς», βρέθηκε διπλό θύμα της μηχανής
της διαπόμπευσης και δαιμονοποίησης, πρώτα των δολοφόνων του που τον λίντσαραν
ως «κλέφτη» και έπειτα των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας που τον
καταδίκασαν ως «άστεγο τοξικομανή». Δεν είναι τραγική ειρωνεία, δεν είναι δική
του η ύβρις που τον θανάτωσε, αλλά η ύβρις ενός ολόκληρου μηχανισμού
διαχωρισμού και καταπίεσης των ανθρώπων και ενός τμήματος της κοινωνίας που
ενστερνίζεται και εξαπλώνει αυτή την ύβρι.
Είναι
αβάστακτο άδικο που δεν μπορούμε να το δεχτούμε, ούτε μπορούμε να το
παρακάμψουμε, γιατί βρίσκεται στη ρίζα της κοινωνικής αδικίας.
Ο Fredrickson παρατηρεί για τους λευκούς ρατσιστές του 1900:
«Αυτό που οι λευκοί
εξτρεμιστές αντιμετώπιζαν στην εικόνα του μαύρου κτήνους δεν ήταν καθόλου ο
πραγματικός μαύρος, παρά μόνο η προβολή των δικών τους μη αναγνωρισμένων συναισθημάτων ενοχής που
προέρχονται από τη δική τους βιαιότητα προς τους μαύρους. Για να αξίζει το
είδος της συμπεριφοράς που έλαβε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1900, ο μαύρος
έπρεπε μάλλον να είναι τόσο κακός όσο οι ρατσιστές ισχυρίζονται, διαφορετικά
πολλοί λευκοί θα έπρεπε να σηκώσουν το ανυπόφορο βάρος της ενοχής για τη
διάπραξη ή την επιβολή των πιο φοβερών αδικιών και θηριωδιών.»[5]
Αυτό είναι μια
σκιαγράφηση του ρατσιστικού μίσους που πηγάζει από την απώθηση ενός βαθύτατου
μίσους απέναντι στον εαυτό. Όμως αυτό το ίδιο μίσος έχει πολιτική κάλυψη και
θεσμική επένδυση, όταν μετατρέπεται σε στοιχείο του δημόσιου λόγου και εργαλείο
χειραγώγησης των πληθυσμών. Δεν αποτελεί μόνο κάποια ψυχική αδυναμία που ζητεί
την κατανόηση, αφού το βάθος του δεν βρίσκεται στον ψυχισμό του θύτη, αλλά στις
κυρίαρχες φαντασιακές προκαταλήψεις που εκμεταλλεύονται και αναπαράγουν οι
θεσμικοί μηχανισμοί της κατεστημένης εξουσίας.
Η πράξη του
λιντσαρίσματος είναι η επιφάνεια, ο καθρέφτης που αντανακλά το λόγο του
κοινωνικού αποκλεισμού και της δαιμονοποίησης, του οποίου το βάθος είναι
φαντασιακές σημασίες μα και θεσμικές λειτουργίες. Το βάθος φαίνεται στην
αδιαφορία των επίσημων σωμάτων ασφαλείας εκείνη τη στιγμή, που συνέλαβαν το
θύμα και η επιφάνεια στο «ενδιαφέρον» του όχλου που κατέγραφε το γεγονός. Το
βάθος όμως φαίνεται και από τα στερεότυπα που κινητοποίησαν τα μέσα ενημέρωσης
για να «απαλύνουν» τον θάνατο, αυτά του «τοξικομανούς», λες και ένας
τοξικομανής προβλέπεται να λιντσαριστεί.
Είπαμε «τηρουμένων
των αναλογιών» και οι αναλογίες έχουν σημασία. Στις ΗΠΑ του 1900, παρά τη
συνταγματική ισότητα, ο ρατσισμός ήταν ρητός, η ρατσιστική ορολογία ήταν
συνεκτικό και κεντρικό στοιχείο του πολιτικού διαλόγου και πραγματωνόταν
θεσμικά στους νόμους των Νότιων Πολιτειών, τους νόμους του φυλετικούς
διαχωρισμού και του Jim Crow. Τα λιντσαρίσματα ήταν μια πρακτική φριχτά τελετουργική
και αποτρόπαια στην οποία συμμετείχαν πολυμελείς όχλοι. Ας μην ξεχνάμε όμως
ότι μεσολαβεί και ολόκληρος ο 20ος αιώνας που υποτίθεται ότι έδειξε
στον κόσμο την κτηνωδία του ρατσισμού και του φασισμού με τον χειρότερο αλλά
και εντονότερο τρόπο. Υποτίθεται ότι τα λιντσαρίσματα δεν θα έπρεπε να είναι
όχι απλώς ανεκτά αλλά ούτε και νοητά.
Στη χώρα μας σήμερα
ο ρατσισμός είναι ημι-υπόρρητος και ημι-επίσημος όπως δείχνουν οι ακροδεξιοί
βουλευτές, μα και διάσπαρτος και κατακερματισμένος – η δαιμονοποίηση στρέφεται
ενάντια σε διάφορες κοινωνικές κατηγορίες και με διαφορετική διαβάθμιση, ενώ το
ξενοφοβικό στοιχείο είναι διάχυτο και διαβαθμισμένο στην εθνικιστική κλίμακα.
Τα λιντσαρίσματα υποτίθεται πως δεν συμβαίνουν. Όμως πρέπει να θυμόμαστε πως η
ναζιστική δράση της Χρυσής Αυγής εκδηλώθηκε, το Μάη του 2011, με ένα πογκρόμ
στο κέντρο της Αθήνας που είχε δεκάδες θύματα (τραυματίες και ένα νεκρό, τον
Αμπντούλ Μανάν), που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε και ως οργανωμένα
λιντσαρίσματα. Η διαφορά είναι ότι τα λιντσαρίσματα υποτίθεται ότι εμπλέκουν
ένα «παθιασμένο» πλήθος ενάντια σε έναν ή δύο απροστάτευτα θύματα, ενώ τα
πογκρόμ χτυπούν ολόκληρες κοινότητες. Μα και τότε τα ΜΜΕ μιλούσαν για
«πρόκληση» με αφορμή την προηγούμενη δολοφονία του Μ. Κανταρή, που
χρησιμοποιήθηκε και από τη Χρυσή Αυγή για «δικαιολόγηση» του πογκρόμ και τότε
υπήρχε όχλος που κάλυπτε τους ναζιστές.
Φυσικά, τώρα υπήρξαν
και άλλες αντιδράσεις, αντιδράσεις από ανθρώπους που γνώριζαν τον Ζακ και
αντιδράσεις από ανθρώπους που δεν τον γνώριζαν μα αναγνώρισαν τη βαρβαρότητα
της πράξης. Μα οι επίσημες αρχές μπορούν να καλύψουν το κενό δικαιοδοσίας που
για λίγο άφησαν ανοιχτό, συλλαμβάνοντας έναν από τους δράστες, επιβεβαιώνοντας,
όπως είπαμε, εις διπλούν την «νομιμότητα». Έτσι μπορούν να καταδικάσουν την
πράξη, εξιλεώνοντας τη ρητορική που εμπνέει παρόμοιες πράξεις. Αυτή είναι
εξάλλου η λειτουργία του συμπλέγματος κρατικών και ενημερωτικών μηχανισμών, η
κατασκευή της εικόνας της κανονικότητας. Όμως αυτή η «κανονικότητα» βασίζεται
στη διαιώνιση των διακρίσεων και των προκαταλήψεων πίσω από το πέπλο, μέχρι να
κυκλοφορήσει κάποιο επόμενο βίντεο στο Διαδίκτυο.
Μπορούμε άραγε να
διακρίνουμε πίσω από το πέπλο πως η ρητορική του κολασμού των θυμάτων είναι η
άλλη όψη της εξιλέωσης των θυτών; Μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν αρκεί απλώς
να το διακρίνουμε, μα πρέπει επίσης να σχίσουμε το πέπλο;
Σημειώσεις:
[1]
George M. Fredrickson, The Black Image in the White Mind, Welseyan University
Press, 1987, σ. 275)
[2] Όπως δείχνει ο ιστορικός, ήδη από την εποχή της
Αμερικάνικης Επανάστασης ο λευκός ρατσισμός στο Νότο αμφιταλαντευόταν ανάμεσα
στην εικόνα του μαύρου ως κατοικίδιου, δηλαδή νόμιμης ιδιοκτησίας, που τοποθετούσε
το σκλάβο στη χαμηλότερη βαθμίδα αλλά εντός της κοινωνικής ιεραρχίας, και την
εικόνα του μαύρου ως κτήνους, δηλαδή ως μη-ανθρώπου, που τοποθετούσε τον
απελεύθερο ή τον δραπέτη εκτός κοινωνίας. Με την κατάργηση της δουλείας τα δύο
στερεότυπα συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά η ισορροπία μεταξύ τους άλλαξε, με την
εικόνα του κτήνους να γίνεται κυρίαρχη, καθώς η παλιά αριστοκρατικού τύπου
ιεραρχία της κοινωνίας του Νότου κλονίστηκε ανεπανόρθωτα.
[5] G.M.Fredrickson, ο. π. 282.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου