Και μια τεκμηριωμένη απάντηση στις προσπάθειες υποβάθμισης/συγκάλυψης του θέματος με τις θαλασσινές σπηλιές στην Πεγεια: Οι «πίσω μου σελίδες»: Για την κριτική της «άκαιρης και άκυρης» κοινωνικής κατακραυγής, όσον αφορά τις παραθεριστικές και τουριστικές αναπτύξεις στις Θαλασσινές Σπηλιές της Πέγειας



«κειμενο που αλιευτηκε από το ιντερνετ» 
Yes, my guard stood hard when abstract threats
too noble to neglect
Deceived me into thinking I had something to protect
Good and bad, I define these terms quite clear, no doubt, somehow
Ah, but I was so much older then I'm younger than that now...
https://www.youtube.com/watch?v=7seZjqkk2n0

Σήμερα διάβασα δύο αναρτήσεις από εξειδικευμένους περιβαλλοντικούς επιστήμονες, οι οποίες/οι ασκούν κριτική στην κοινωνική κατακραυγή, η οποία προκλήθηκε με αφορμή την ανάρτηση φωτογραφιών που απεικονίζουν την ανέγερση επαύλεων πάνω ακριβώς από τις Θαλασσινές Σπηλιές της Πέγειας.

Συνοπτικά, η κριτική αφορά το γεγονός ότι τα όρια ανάπτυξης του Δήμου Πέγειας επεκτάθηκαν πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια. Συνεπώς, η εκ των υστέρων κοινωνική αντίδραση και διαμαρτυρία ενάντια στην περιβαλλοντική έγκριση και πολεοδομική αδειοδότηση των επαύλεων πάνω από τις Θαλασσινές Σπηλιές κρίνεται ως ετεροχρονισμένη και ανούσια, καθώς τα αναπτυξιακά δικαιώματα είναι κεκτημένα και οι υφιστάμενες επιπτώσεις είναι μη-αναστρέψιμες.
Προτού εξετάσω τα δύο επιχειρήματα, θεωρώ χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τα βασικά δεδομένα.




Η περιοχή των Θαλασσινών Σπηλιών της Πέγειας οριοθετείται από την εκβολή του Άσπρου Ποταμού και το Ακρωτήρι του Αγίου Γεωργίου μέχρι τον Κόλπο του Κερατιδίου. Εντάσσεται στις περιοχές Natura 2000 Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ CY4000010) και Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ CY4000023) Χερσόνησος Ακάμα.

Χαρακτηρίζεται ως Χερσαία Ζώνη Υψηλής Προστασίας της Φύσης (ΥΠ3), καθώς αποτελεί βιότοπο ζωτικής σημασίας του κρισίμως κινδυνεύοντος (critically endangered) είδους προτεραιότητας (priority species) της Μεσογειακής Φώκιας (Monachus monachus), ο οποίος συνίσταται από το ενδιαίτημα 8330 υποβρύχιες σπηλιές που βρίσκονται είτε μερικώς είτε ολοκληρωτικά κάτω από την στάθμη της θάλασσας.

Στην περιοχή απαντώνται επίσης προστατευόμενα είδη νυχτερίδων, όπως τα είδη ελάχιστου ενδιαφέροντος (least concern) της Λευκονυχτερίδας (Pipistrellus kuhlii) και της Βουνονυχτερίδας (Hypsugo savii), καθώς και τα σχεδόν απειλούμενα (near threatened) είδη της Μικρομυωτίδας (Myotis blythii) και της Πτερυγονυχτερίδας (Miniopterus schreibersii), τα οποία αποτελούν είδη καθορισμού της περιοχής Natura 2000 ΤΚΣ (CY4000010) Χερσόνησος Ακάμα.
Επιπλέον, η περιοχή των Θαλασσινών Σπηλιών της Πέγειας είναι σημαντική για σημαντικά αποδημητικά είδη καθορισμού της περιοχής Natura 2000 ΖΕΠ (CY4000023) Χερσόνησος Ακάμα, όπως ο Βορτακοφάς (Ardeola ralloides), η Χιονάτη (Egretta garzetta) και η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus).

Κατά μήκος της ακτογραμμής στις Θαλασσινές Σπηλιές της Πέγειας απαντώνται επίσης είδη που περιλαμβάνονται στο Κόκκινο Βιβλίο της Χλωρίδας της Κύπρου (Red Data Book of the Flora of Cyprus), όπως το εύτρωτο (vulnerable) Triplachne nitens, το ενδημικό και εύτρωτο (endemic and vulnerable) Taraxacum aphrogenes και το κινδυνεύον (endangered) Aizoon hispanicum.
Σύμφωνα με το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, η δαντελλωτή ακτογραμμή της Πέγειας, η οποία περιλαμβάνει τις Θαλασσινές Σπηλιές από την εκβολή του Άσπρου Ποταμού και το Ακρωτήρι του Αγίου Γεωργίου μέχρι τον Κόλπο του Κερατιδίου, είναι δημιούργημα της δράσης των θαλάσσιων κυμάτων και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες γεωμορφές του νησιού.

Πέρα από την ιδιαίτερη οικολογική αξία και το μοναδικό φυσικό τοπίο, η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από πλούσια αρχαιολογική κληρονομιά, καθώς σ’ αυτή χωροθετούνται σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι και κηρυγμένα αρχαία μνημεία. Τα κηρυγμένα αρχαία μνημεία περιλαμβάνουν αρκετά εκλεκτά και αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχαιολογικής κληρονομιάς, όπως μνημεία και τοποθεσίες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, στα οποία συγκαταλέγονται οι χώροι και τα κατάλοιπα αρχαίων οικισμών και οχυρώσεων, αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις, νεώρια και αρχαίοι λαξευτοί τάφοι, καθώς και μνημεία και χώρους θρησκευτικής λατρείας, στα οποία συγκαταλέγονται οι χώροι και τα κατάλοιπα ερειπωμένων παλαιοχριστιανικών βασιλικών εκκλησιών.

Παρότι χωροθετείται εντός της Ζώνης Προστασίας της Παραλίας (ΖΠΠ), σε πολεοδομικό καθεστώς Περιοχής Εξαιρετικής Φυσικής Καλλονής, η περιοχή των Θαλασσινών Σπηλιών της Πέγειας δεν προστατεύεται επαρκώς από την ισχύουσα Δήλωση Πολιτικής για τον Έλεγχο και τη Ρύθμιση της Ανάπτυξης και την Προστασία του Περιβάλλοντος στην Ύπαιθρο και στα Χωριά του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, καθώς δεν χαρακτηρίζεται ως Προστατευόμενο Τοπίο (ΠΤ).
Αντίθετα, η περιοχή των Θαλασσινών Σπηλιών της Πέγειας κατακερματίζεται πολεοδομικά και χωροταξικά, καθώς διακρίνεται σε τέσσερεις διαφορετικές πολεοδομικές ζώνες. Από τα βόρεια προς τα νότια: Ζώνη Προστασίας της Φύσης (Ζ1), Τουριστική Ζώνη (Τ2β), Γεωργική Ζώνη (Γ3) και Παραθεριστική Ζώνη (Π1).

Η ένταξη μέρους της περιοχής των Θαλασσινών Σπηλιών της Πέγειας σε Τουριστική Ζώνη (Τ2β) στις τοποθεσίες Καφίζης και Μανίκης, καθώς και Παραθεριστική Ζώνη (Π1) στις τοποθεσίες Πέτρες του Βαθύ, Κανταρκαστοί και Σπήλιος της Φώκαινας έγινε πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια.
Αυτά είναι τα δεδομένα της συζήτησης, έτσι ώστε να έχουμε κοινή εικόνα της περιοχής. Πάμε στα ζητούμενα.

Πρώτον, τι σημαίνει «τα αναπτυξιακά δικαιώματα είναι κεκτημένα»;
Σύμφωνα με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπ’ αριθμόν (1994) 4 Α.Α.Δ. 737 και ημερομηνία 8/4/1994, στην Υπόθεση Αρ. 976/87, σημειώνονται τα ακόλουθα σχετικά με τον περιορισμό και την αποστέρηση ιδιωτικής ιδιοκτησίας μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού:
«Το βάρος αποδείξεως του ότι η περιουσία κάποιου έχει επηρεασθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο επηρεασμός αυτός να ισοδυναμεί με αποστέρηση, έχει ο επικαλούμενος τούτο και στην παρούσα προσφυγή δεν έχει εξαντληθεί. Αντίθετα, είναι φανερό ότι με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις, μόνο νόμιμοι περιορισμοί έχουν τεθεί στην επίδικη περιουσία. Για να ισοδυναμεί ένας περιορισμός με αποστέρηση, πρέπει να επηρεάζει την περιουσία σε τέτοιο βαθμό που να την καθιστά τελείως ακατάλληλη για τη συνήθη, κάτω από τις περιστάσεις, χρήση για την οποία προορίζεται. Οι προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις περιέχουν απλώς περιορισμούς στην επηρεαζόμενη ιδιοκτησία και όχι αποστέρησή της και, σαν τέτοιες, βρίσκονται απόλυτα μέσα στα πλαίσια του 'Αρθρου 23 του Συντάγματος. Το κατά πόσο η οικονομική αξία γης που επηρεάζεται από τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις, έχει μειωθεί ως αποτέλεσμα των περιορισμών που τίθενται από τις Γνωστοποιήσεις αυτές, είναι θέμα πραγματικό και εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αλλά και αν ακόμη αποδειχθεί ότι επήλθε μείωση, ή έστω ουσιαστική μείωση, στην πιο πάνω αξία, τούτο δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη συνταγματικότητα ή τη νομιμότητα των περιορισμών που τίθενται με τις προσβαλλόμενες Γνωστοποιήσεις».

Στη βάση της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπ’ αριθμόν (1996) 3 Α.Α.Δ. 85 και ημερομηνία 13/3/1996, σε 47 Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές, σημειώνονται τα ακόλουθα όσον αφορά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, τους περιορισμούς του δικαιώματος και τις αρχές που διέπουν τέτοιους περιορισμούς:

«Στέρηση ιδιοκτησίας μπορεί να συντελεστεί μόνο με την απαλλοτρίωση γης, διαδικασία η οποία προϋποθέτει, όπως ορίζεται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος, την αποζημίωση του ιδιοκτήτη πριν την αποξένωση της περιουσίας του [..]. Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας δεν προϋποθέτουν την εκ των προτέρων αποζημίωση του ιδιοκτήτη για ζημιά που, ενδεχομένως, θα υποστεί ως αποτέλεσμα της επιβολής τους. Αποζημίωση για ουσιαστική μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας, εξαιτίας περιορισμών στη χρήση της, καθορίζεται, σε περίπτωση διαφωνίας, από αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο (Άρθρο 23.3) [...]. Το βάσιμο των περιορισμών στη χρήση ακινήτου κρίνεται με αναφορά και σε συνάρτηση με τους σκοπούς για τους οποίους επιβάλλονται και τη φύση της ιδιοκτησίας η οποία επηρεάζεται. Η προσδοκία επενδυτών για την αποκόμιση κέρδους από επενδύσεις στη γη δεν περιορίζει ούτε αμβλύνει τις εξουσίες του Κράτους να επιβάλλει περιορισμούς. Εκ μέρους των αιτητών ή ορισμένων από αυτούς έγινε εισήγηση ότι οι αρχές της καλής πίστης περιορίζουν την ευχέρεια των κρατικών αρχών να μεταβάλουν το καθεστώς χρήσης της ιδιοκτησίας που αυτοί αποκτούν. Η εισήγηση στερείται παντελώς ερείσματος. Η εξουσία για την επιβολή περιορισμών πηγάζει από το Σύνταγμα και ρυθμίζεται από το νόμο. Η άσκησή της εναποτίθεται στους εκάστοτε φορείς της κρατικής εξουσίας και κανένας δεν μπορεί να την απεμπολήσει. Το επιχείρημα ότι οι αρχές του διοικητικού δικαίου, που επιβάλλουν την επίδειξη καλής πίστης εκ μέρους του Κράτους στις συναλλαγές του ή τη μεταχείριση των πολιτών, παρεμβάλλουν κώλυμα στην αναμόρφωση του πολεοδομικού καθεστώτος μιας περιοχής, παραγνωρίζει την κυριαρχία του Κράτους στον καθορισμό του πολεοδομικού καθεστώτος και των συνθηκών ανάπτυξης κάθε περιοχής της Δημοκρατίας. Η ανάγκη για την επιβολή περιορισμών συναρτάται με τα εκάστοτε δεδομένα, κοινωνικά και επιστημονικά, και τη συλλογική βούληση για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η υφιστάμενη χρήση γης δεν παρέχει κεκτημένο δικαίωμα στους ιδιοκτήτες για τη μη μεταβολή της.

Η ζημιά η οποία, ενδεχομένως, προκαλείται ως αποτέλεσμα περιορισμών στη χρήση γης, εκτός αν απολήγει σε στέρηση της ιδιοκτησίας, δε διερευνάται στο πλαίσιο της αναθεώρησης της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης η οποία προσβάλλεται.

Ο χαρακτηρισμός των όρων που επιβάλλονται για τη χρήση ιδιοκτησίας ως “περιορισμών” δεν είναι καθοριστικός για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα τους. Εάν οι όροι οι οποίοι επιβάλλονται, περιοριστικοί της χρήσης της ιδιοκτησίας, απολήγουν σε ουσιαστική εξουδετέρωση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, η πράξη ακυρώνεται για κατάχρηση εξουσίας. Πότε περιορισμοί οδηγούν σε στέρηση ιδιοκτησίας είναι το θέμα το οποίο θα εξετάσουμε πιο κάτω. Όροι περιοριστικοί της χρήσης ιδιοκτησίας, που αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, συνιστούν περιορισμό και όχι στέρηση. Περιορισμοί στη χρήση ιδιοκτησίας απολήγουν σε στέρησή της, μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή [...].

Η ιδιοκτησία γης δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης της για οικοδομικούς σκοπούς ή, γενικότερα, δικαίωμα για την οικοδομική ανάπτυξη του ακινήτου. Η χρήση του ακινήτου για οικοδομικούς σκοπούς συναρτάται με και εξαρτάται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, θέμα το οποίο ανάγεται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους. Η οικοδομική ανάπτυξη είναι αλληλένδετη με τον πολεοδομικό σχεδιασμό [...].

Οι όροι οικοδομικής ανάπτυξης μιας περιοχής, που τίθενται με την ένταξή της σε πολεοδομική ζώνη, επάγονται, κατά κανόνα, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, περιορισμό της χρήσης και όχι στέρηση ιδιοκτησίας [...]. Οι πολεοδομικές ζώνες προδιαγράφουν τους όρους ανάπτυξης της περιοχής. Δεν αποστερούν τους ιδιοκτήτες του δικαιώματος χρήσης της ιδιοκτησίας τους στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται, ή, γενικότερα, της χρήσης της για τους σκοπούς για τους οποίους την προοιωνίζει η φυσική της κατάσταση. Η επιβολή ζωνών συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο.

Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση της ιδιοκτησίας οποτεδήποτε καθιστούν τη γη αδρανή για το σκοπό για τον οποίο, εξ αντικειμένου, προορίζεται. Σ' εκείνη την περίπτωση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας καθίσταται άνευ αντικειμένου, εφόσον δεν παρέχεται η δυνατότητα χρήσης της γης για οποιοδήποτε γόνιμο σκοπό. Η ιδιοκτησία γης συναρτάται με οικοδομικούς σκοπούς μόνο στην περίπτωση που το ακίνητο συνιστά οικόπεδο. Η φύση του ακινήτου προοιωνίζει, σ' εκείνη την περίπτωση, τη χρήση του για οικοδομικούς σκοπούς. Αλλά και η χρήση οικοπέδων για οικοδομικούς σκοπούς μπορεί να περιοριστεί, νοουμένου ότι με τους περιορισμούς δεν αποκλείεται κάθε οικοδομική ανάπτυξη. Περιορισμοί οι οποίοι αποκλείουν τη χρήση οικοπέδου για οικοδομικούς σκοπούς καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή, γιατί δεν επιτρέπουν τη χρήση της για τους σκοπούς για τους οποίους η φυσική της κατάσταση την προοιωνίζει [...].

Η διαπίστωση της ανάγκης για την επιβολή των περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας και η επιλογή των μέσων για την προαγωγή των πολεοδομικών στόχων ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και είναι, ουσιαστικά, ανέλεγκτες. [...] Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο οποίος συνεπάγεται την επιβολή περιορισμών στη χρήση ακίνητης ιδιοκτησίας, συνιστά εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, υποκείμενη στους κανόνες της χρηστής διοίκησης. Η παροχή ευκαιρίας στον επηρεαζόμενο να ακουστεί δεν αποτελεί, όπως υποστήριξαν οι καθ' ων η αίτηση, προϋπόθεση ή ενέργεια η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας».

Στη βάση της ίδιας Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημειώνονται τα ακόλουθα όσον αφορά τους σκοπούς για τους οποίους επιβλήθηκαν οι περιορισμοί:
«Το τοπίο της περιοχής Ακάμα διακρίνεται για τη φυσική του καλλονή και χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες που του προσδίδουν ξεχωριστό χαρακτήρα. Είναι αυτός ο χαρακτήρας που το διακρίνει από άλλες περιοχές της Κύπρου και το ξεχωρίζει ως ιδιαίτερο τμήμα της περιβαλλοντικής κληρονομιάς της Κύπρου. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν αποσκοπούν στην προστασία και διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος στο παρόν και το μέλλον. Οι περιορισμοί ποικίλλουν, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων τμημάτων της περιοχής Ακάμα, γεγονός που επιμαρτυρεί σχεδιασμό ανάλογο με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της κάθε περιοχής, με κοινό παρονομαστή τη διαφύλαξη του βασικού χαρακτήρα του περιβάλλοντος».

Στη βάση της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση, υπ’ αριθμόν 1327/2010 και ημερομηνία 7/5/2012, σημειώνονται τα ακόλουθα σχετικά με την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας για υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η προστασία του περιβάλλοντος:
«Περαιτέρω θα πρέπει να υποδειχθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορεί να περιοριστεί για χάρη του δημόσιου συμφέροντος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να προσβάλλεται ο πυρήνας του δικαιώματος. [...] Η ένταξη μιας περιοχής στο Δίκτυο Natura 2000, δεν διαφοροποιεί το πολεοδομικό καθεστώς και ούτε συνιστά στέρηση της ιδιοκτησίας ή ουσιαστικά αδρανοποίηση της. Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι σε περίπτωση αίτησης για ανάπτυξη, θα πρέπει να γίνεται διαβούλευση με το Τμήμα Περιβάλλοντος, βάσει των προνοιών του άρθρου 16 του Νόμου περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής, ώστε να εκτιμούνται μετά από μελέτη οι επιπτώσεις στο περιβάλλον. Επίσης οι Αιτητές οι οποίοι έχουν το βάρος της απόδειξης του λόγου ακύρωσης που προβάλλουν, δεν αναφέρουν οτιδήποτε με σκοπό να ανατρέψουν το τεκμήριο της συνταγματικής νομιμότητας που συνοδεύει τις πράξεις της διοίκησης».

Δεύτερον, τι σημαίνει «οι υφιστάμενες επιπτώσεις είναι μη-αναστρέψιμες»;
Σύμφωνα με την Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) της 7ης Σεπτεμβρίου 2004 στην Υπόθεση C-127/02:

«Λαμβανομένης, όμως, υπόψη της αρχής της προλήψεως, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της πολιτικής υψηλού επιπέδου προστασίας που ακολουθεί η Κοινότητα στον τομέα του περιβάλλοντος, σύμφωνα με το άρθρο 174, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνευθεί η οδηγία περί οικοτόπων, τέτοιου είδους κίνδυνος υφίσταται εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι το συγκεκριμένο σχέδιο θα επηρεάσει τον οικείο τόπο κατά τρόπο σημαντικό [...]. Μια υπ' αυτή την έννοια ερμηνεία της προϋποθέσεως από την οποία εξαρτάται η εκτίμηση των επιπτώσεων ενός σχεδίου επί ενός συγκεκριμένου τόπου, η οποία συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς την απουσία σημαντικών επιπτώσεων, επιβάλλεται να γίνει μια τέτοια εκτίμηση, παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής του ενδεχομένου εγκρίσεως σχεδίων δυναμένων να παραβλέψουν την ακεραιότητα του συγκεκριμένου τόπου και συμβάλλει στην επίτευξη, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη και με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας περί οικοτόπων, του κύριου σκοπού αυτής, δηλαδή της διασφαλίσεως της βιολογικής ποικιλομορφίας μέσω της διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας».

Σύμφωνα με την Απόφαση του ΔΕΕ της 20ης Σεπτεμβρίου 2007 στην Υπόθεση C-304/05:
«Η διάταξη αυτή προβλέπει διαδικασία εκτιμήσεως, με την οποία σκοπείται να διασφαλισθεί, βάσει προηγουμένου ελέγχου, ότι σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του οικείου τόπου, αλλά δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο αυτό, δεν εγκρίνεται παρά μόνον εφόσον δεν πρόκειται να παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου αυτού. [...] Σε σχέση με την έννοια της «δέουσας εκτιμήσεως» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία δεν καθορίζει ειδική μέθοδο για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας εκτιμήσεως. Το Δικαστήριο έχει πάντως κρίνει ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να διενεργείται κατά τρόπον ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να βεβαιωθούν ότι ένα σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς συνέπειες για την ακεραιότητα του οικείου τόπου, δεδομένου ότι, στην περίπτωση κατά την οποία παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία τέτοιων συνεπειών, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να αρνηθούν την παροχή της αιτούμενης εγκρίσεως. [...] Όσον αφορά τα στοιχεία βάσει των οποίων οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποκτήσουν την αναγκαία βεβαιότητα, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι πρέπει να αποκλεισθεί η διατήρηση, από επιστημονικής απόψεως, οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας, ενώ εξυπακούεται ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να στηριχθούν στις πλέον εξελιγμένες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος».

Σύμφωνα με την Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 24ης Νοεμβρίου 2011 στην Υπόθεση C‑404/09:

«Βάσει της οδηγίας για τους οικοτόπους, τα κράτη μέλη οφείλουν, όσον αφορά τους επιλεγέντες προς εγγραφή στον κοινοτικό κατάλογο τόπους στους οποίους βρίσκονται φυσικοί οικότοποι ή διαβιούν είδη προτεραιότητας, να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προστασίας προκειμένου να διατηρούνται τα χαρακτηριστικά των εν λόγω τόπων. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιτρέπουν παρεμβάσεις που είναι πιθανό να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τα οικολογικά χαρακτηριστικά των τόπων αυτών. Αυτό ακριβώς συμβαίνει όταν η σχετική παρέμβαση ενδέχεται να προκαλέσει την εξαφάνιση ειδών προτεραιότητας που απαντούν στους οικείους τόπους».

Σύμφωνα με την Απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ της 11ης Απριλίου 2013 στην Υπόθεση C-258/11:
«Η έγκριση ενός σχεδίου, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, επιτρέπεται συνεπώς μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι αρμόδιες αρχές, αφού έχουν εντοπίσει όλες τις πτυχές του εν λόγω σχεδίου που θα μπορούσαν, καθαυτές ή σε συνδυασμό με άλλα σχέδια, να επηρεάσουν την επίτευξη των στόχων διατήρησης του οικείου τόπου και αφού έχουν λάβει υπόψη τις πιο προωθημένες επιστημονικές γνώσεις επί του θέματος, έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση ότι το συγκεκριμένο σχέδιο δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις για την ακεραιότητα του τόπου αυτού. Η πεποίθηση αυτή διαμορφώνεται όταν δεν υφίσταται, από επιστημονική άποψη, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη μη ύπαρξη τέτοιων επιπτώσεων. [...]

Συναφώς επισημαίνεται ότι, αφού η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να μην εγκρίνει το σχέδιο που της έχει υποβληθεί, αν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τη μη ύπαρξη επιβλαβών επιπτώσεων για την ακεραιότητα του οικείου τόπου, το κριτήριο που προβλέπει σχετικά με την έγκριση το άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας για τους οικοτόπους εμπεριέχει την αρχή της προφύλαξης και παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποτροπής των απειλών που ενέχουν για την ακεραιότητα των προστατευόμενων τόπων τα υπό εξέταση σχέδια. Ένα λιγότερο αυστηρό κριτήριο έγκρισης δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει το ίδιο αποτελεσματικά την επίτευξη του σκοπού της προστασίας των τόπων, τον οποίο ακριβώς επιδιώκει η εν λόγω διάταξη. [...]

Η παραπάνω διαπίστωση ισχύει κατά μείζονα λόγο για την υπόθεση της κύριας δίκης, διότι ο οικότοπος που πρόκειται να επηρεαστεί από το υπό εξέταση σχέδιο οδοποιίας ανήκει στην κατηγορία των τύπων φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας, τους οποίους ορίζει το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας ως τους «τύπους φυσικών οικοτόπων που διατρέχουν τον κίνδυνο να εξαφανιστούν» και για τη διατήρηση των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση φέρει «ιδιαίτερη ευθύνη».

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν μπορούν συνεπώς να εγκρίνουν παρεμβάσεις που ενέχουν τον κίνδυνο μόνιμης αλλοίωσης των οικολογικών χαρακτηριστικών των τόπων οι οποίοι περιλαμβάνουν τύπους φυσικών οικοτόπων προτεραιότητας. Αυτό συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση που η παρέμβαση ενέχει τον κίνδυνο εξαφάνισης ή μερικής και ανεπανόρθωτης καταστροφής ενός τύπου φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας που περιλαμβάνεται στον οικείο τόπο.
Όσον αφορά την εκτίμηση που πραγματοποιείται κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τους οικοτόπους, διευκρινίζεται ότι δεν πρέπει να παρουσιάζει κενά και πρέπει να περιέχει πλήρη, ακριβή και οριστικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις, ώστε να αίρεται κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονική άποψη, ως προς τις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στον οικείο προστατευόμενο τόπο».

Σύμφωνα με την Απόφαση του ΔΕΕ της 14ης Ιανουαρίου 2016 στην υπόθεση C‑399/14:
«1) Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας, έχει την έννοια ότι σχέδιο ή έργο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο εγκρίθηκε, κατόπιν μελέτης που δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πριν από την εγγραφή του οικείου τόπου στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, πρέπει να υποβάλλεται, από τις αρμόδιες αρχές, σε εκ των υστέρων εξέταση ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο αυτό αν η εξέταση αυτή συνιστά το μόνο κατάλληλο μέτρο για την αποτροπή του ενδεχόμενου η εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου ή έργου να προκαλέσει υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας αυτής.

2) Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, μια εκ των υστέρων εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου σχεδίου ή έργου του οποίου η εκτέλεση άρχισε μετά την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας αποβεί αναγκαία, η εξέταση αυτή πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Μια τέτοια εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν κατά την ημερομηνία της εγγραφής αυτής καθώς και όλες τις επιπτώσεις που επήλθαν ή που θα μπορούσαν να επέλθουν κατόπιν της μερικής ή ολικής εκτελέσεως αυτού του σχεδίου ή έργου επί του εν λόγω τόπου μετά την ημερομηνία αυτή.

3) Η οδηγία 92/43 έχει την έννοια ότι, όταν διενεργείται νέα εξέταση των επιπτώσεων επί του οικείου τόπου προκειμένου να διορθωθούν σφάλματα που διαπιστώθηκαν σχετικά με την εκ των προτέρων εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε πριν από την εγγραφή του τόπου αυτού στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας ή σχετικά με την εκ των υστέρων εξέταση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43, ενώ το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεστεί, οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξετάσεως δεν μπορούν να τροποποιηθούν λόγω του ότι η απόφαση περί εγκρίσεως αυτού του σχεδίου ή έργου ήταν άμεσα εκτελεστή, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων έχει απορριφθεί και η απορριπτική αυτή απόφαση έχει καταστεί πλέον απρόσβλητη. Επιπλέον, η εν λόγω εξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους υποβαθμίσεως ή ενοχλήσεων που θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας περί οικοτόπων, και οι οποίοι ενδέχεται να έχουν ήδη προκληθεί λόγω της υλοποιήσεως του επίμαχου σχεδίου ή έργου.

Το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις του ελέγχου που διενεργείται στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων δεν μπορούν να τροποποιούνται λόγω του γεγονότος ότι το σχέδιο ή το έργο έχει ήδη εκτελεσθεί».

Σύμφωνα επίσης με την πιο πάνω Απόφαση:
«Όσον αφορά το οικονομικό κόστος των μέτρων που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των εναλλακτικών λύσεων, περιλαμβανομένης της κατεδαφίσεως του ήδη κατασκευασθέντος έργου, [...] το κόστος αυτό δεν έχει σημασία ισοδύναμη με τον σκοπό της διατηρήσεως των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας που επιδιώκει η οδηγία περί οικοτόπων. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της στενής ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, [...] δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το οικονομικό κόστος και μόνον των μέτρων αυτών μπορεί να είναι καθοριστικό για την επιλογή των εναλλακτικών λύσεων βάσει της διατάξεως αυτής».

Έχοντας απαντήσει τα δύο βασικά ερωτήματα, επιτρέψτε μου να εγείρω δύο νέα με τη σειρά μου;

1. Πότε καθορίστηκαν τα όρια της περιοχής Natura 2000 ΤΚΣ (CY4000010) Χερσόνησος Ακάμα και πότε οι δύο ζώνες τουριστικής και παραθεριστικής ανάπτυξης στις Θαλασσινές Σπηλιές της Πέγειας;
2. Αξιολογήθηκε ποτέ οποιαδήποτε στρατηγική εκτίμηση επιπτώσεων για τις δύο ζώνες ανάπτυξης ή έστω κάποια δέουσα εκτίμηση επιπτώσεων για οποιοδήποτε έργο εντός ή/και πλησίον των περιοχών ΤΚΣ (CY4000010) και ΖΕΠ (CY4000023) Χερσόνησος Ακάμας στις Θαλασσινές Σπηλιές της Πέγειας;

Αυτά, μακριά από συνθήματα και επί της ουσίας.
Καλή δύναμη, υπομονή και επιμονή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επίπεδο γελοιότητας με το συμπάθκειο – τα κοπελλούθκια του Χριστοδουλίδη πρέπει να πηαίνουν σχολείο με κρατική επιχορήγηση;

· Βοηθώντας τον Αριστο Μιχαηλίδη να μάθει νάκκον την ιστορία του Γρίβα με τεκμήρια του ίδιου..

Μια απλή ερώτηση είναι: Ο Χάρης Γεωργιάδης έσιει συμφέροντα σε επενδυτικό ταμείο που συνδέεται με τραπεζιτικά συμφέροντα;