Εκεί που τελειώνει το χωριό
Natalie
Hami
Η εμπειρία της σιωπής και
του σκοταδιού μαζί, είναι πολύ ισχυρή και έντονη. Τόσο ισχυρή, που η φαντασία
αρχίζει να παίζει κόλπα μαζί μας. Μήπως κάτι ακούσαμε, μήπως κάτι είδαμε.
Το να μην ξέρεις, αυτό είναι
το συναίσθημα που δημιουργεί το φόβο μέσα μας.
Όταν πέφτει το
σκοτάδι στην Ποταμιά, πάντοτε το συνδέω με τη θέα των σκοτεινών χωραφιών, όπου
η μαυρίλα της νύχτας εξαπλώνεται παντού, στη νεκρή ζώνη.
Μάλλον υπάρχουν πάρα πολλά
χωριά της Κύπρου στα οποία μετά από μια συγκεκριμένη ώρα, ότι δραστηριότητα
υπάρχει (καταστήματα, περίπτερα) σταματά. Όμως στην Ποταμιά υπάρχει μια
διαφορά, το χωριό συνορεύει τη νεκρή ζώνη. Με αυτό έρχεται το γεγονός ότι ο
προσανατολισμός εξαρτάται από τη γνώση ότι πάνω από τους λόφους είναι η νεκρή
ζώνη και παρακάτω η Λουρουτζίνα. Το τέλος του χωριού βρίσκεται στο σημείο όπου
βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και πέρα από την εκκλησία βρίσκεται ένα
φυλάκιο της Εθνικής Φρουράς, οι νάρκες και η νεκρή ζώνη.
Νάρκες!
(του Ορέστη Τριγγίδη)
Σαν παιδί πάντα θυμόμουνα
ότι όταν φτάναμε στην εκκλησία έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Δεν υπήρχε πουθενά να
πάμε και η παρουσία του φυλακίου ήταν αρκετά τρομακτική, δημιουργώντας ένα
ιδιαίτερο συναίσθημα, το οποίο ερχόταν με την επιθυμία μας να τραπούμε σε φυγή.
Το να μην γνωρίζουμε αλλά
και το να μην διερωτόμαστε, ποτέ δεν είναι καλός συνδυασμός. Για ένα παιδί, ο
συνδυασμός αυτός οδηγεί σε φαντασιώσεις, αλλά και για έναν ενήλικα, οδηγεί σε
παραδοχές και ψευδείς εντυπώσεις.
Στη δική μου οικογένεια
κανένας δεν μιλούσε για τις φασαρίες των δεκαετιών του ’50, ’60 και για το
1974, αλλά ούτε ρωτούσαμε καν. Για τη Νάταλι (το παιδί) αυτό την οδήγησε σε
κάποιες παράξενες ιδέες: για το πόσοι Τουρκοκύπριοι υπήρχαν στο βορρά, προφανώς
όχι αρκετοί για να γεμίσουν εντελώς τον τεράστιο χώρο που βρισκόταν βόρια της
διαχωριστικής γραμμής. Μάλλον θα ήταν πολύ διασκορπισμένοι, ή πολύ κοντά σε
συστάδες, ήταν τα τότε συμπεράσματα μου.
Επίσης, ήθελα να γνωρίζω
πώς ένοιωθαν τα άλλα μέλη της οικογένειας μου και να διαπιστώσω κατά πόσο ήμουν
η μόνη, ή όχι, που είχε καλλιεργήσει τέτοιες παράξενες ιδέες. Εδώ παραθέτονται
ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα απ’ αυτούς:
«Δεν σκεφτόμουν πολύ
για την άλλη πλευρά. Δεν ήταν κάτι παράξενο, απλά εκείνο τον καιρό έτσι ήταν τα
πράγματα. Δεν μπορούσαμε να πάμε εκεί, έτσι ήταν η ζωή.»
«Πριν να ανοίξουν τα
οδοφράγματα κοιτούσα μακριά προς τη διαχωριστική γραμμή και σκεφτόμουν ότι ήταν
το μέρος του νησιού που δεν μπορούσαμε να πάμε, δεν ξέραμε πολύ για εκείνο τον
τόπο, και έτσι ήταν. Λες και ήταν ένας κενός χώρος όπου ζούσαν οι Τούρκοι.»
«Δεν μας έλεγαν και
πάρα πολλά πράγματα για το παρελθόν, τις φασαρίες, και τι είχε πέρα από τη
διαχωριστική γραμμή. Οι δεκαετίες του ’90 και ότι μεσολάβησε μέχρι το 2003, για
‘μένα ήταν σαν άλλοι καιροί, τόσο επειδή ζούσαμε στο χωριό και όσο επειδή η
αποχώρηση μας από το χωριό είχε συμπέσει με το άνοιγμα τον οδοφραγμάτων»
«Νομίζαμε ότι εάν
βγαίναμε πάνω στο λόφο θα μπορούσαμε να δούμε κόσμο κάτω στη Λουρουτζίνα. Στον
βορρά ήταν λες και ο χρόνος σταμάτησε, έτσι ακούσαμε.»
http://mcmkmk.org/index.php/2016/01/28/ekei-pouteleionei-to-xorio/
Στη δική μου οικογένεια κανένας δεν
μιλούσε για τις φασαρίες των δεκαετιών του ’50, ’60 και για το 1974, αλλά ούτε
ρωτούσαμε καν. Για τη Νάταλι (το παιδί) αυτό την οδήγησε σε κάποιες παράξενες
ιδέες: για το πόσοι Τουρκοκύπριοι υπήρχαν στο βορρά, προφανώς όχι αρκετοί για
να γεμίσουν εντελώς τον τεράστιο χώρο που βρισκόταν βόρια της διαχωριστικής
γραμμής. Μάλλον θα ήταν πολύ διασκορπισμένοι, ή πολύ κοντά σε συστάδες, ήταν τα
τότε συμπεράσματα μου.
Έτσι, να κατακλυστεί η Κύπρος με τα προσωπικά αφηγήματα, με τις αλήθειες, τις πραγματικότητες. Η πολιτική συζήτηση (;;) του κυπριακού τα ρούφηξε όλα...
ΑπάντησηΔιαγραφή