Οι απώλειες, αλλά και τα κέρδη των αντιστάσεων στα τρία χρόνια του μνημονίου και της τρόικα. Μια πρώτη αποτίμηση
Το
τέλος του 2015 σηματοδοτεί ουσιαστικά και το τέλος του μνημονίου και της επιτήρησης
της τρόικα. Σε αυτό το πλαίσιο, κινήθηκαν και οι τίτλοι αναφοράς για τον
τελευταίο «μνημονικό προυπολογισμο». Παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης, όπως
άλλωστε και όλων των άλλων μνημονικών κυβερνήσεων, να παρουσιάσει τη θητεία της
ως ένα είδος success story, έγινε δεκτή με επιφύλαξη,
αν όχι ειρωνεία. Κατ΄αρχήν, η επανάληψη της ίδιας ρητορικής από την Αθήνα μέχρι
τη Λισσαβόνα και τη Λευκωσία, καταγράφει μια ομοιόμορφη τάση, που δεν είχε να
κάνει με συγκεκριμένες κυβερνήσεις: ουσιαστικά σε όλες της χώρες, με εξαίρεση
την Ελλάδα, όπου ήταν κάπως μεγαλύτερη, η ύφεση διάρκεσε 3-4 χρόνια, και η
έξοδος από την ύφεση σηματοδοτήθηκε στις περισσότερες περιπτώσεις από την
απόφαση του Ντράγκι για ποσοτική χαλάρωση.
Τα
αποτελέσματα, επίσης, πέρα από μια αναπόφευκτη επιστροφή σε μια σχετική
ανάπτυξη μετά από χρόνια βαθιάς ύφεσης, είχαν επίσης ομοιόμορφα αρνητικά
επακόλουθα: διόγκωση του δημόσιου χρέους, εκτόξευση της ανεργίας [και της
συνακόλουθης μετανάστευσης], συμπίεση των εισοδημάτων της πλειοψηφίας, και μια
βαθιά κοινωνική δυσφορία για την λιτότητα.
Ο κ. Αναστασιάδης σοκαρισμένος από την αντίδραση [τον
Μάρτιο του 2013] την αποκάλεσε «επανάσταση». Ακόμα και το κόμμα του δεν τόλμησε
να ψηφίσει υπέρ εκείνου το νομοσχεδίου στη βουλή. Πώς μπόρεσαν οι κύπριοι να
αντιδράσουν με τόση διαύγεια μπροστά στην καθολική επίθεση; Υπήρξαν μερικοί βασικοί παράμετροι – παρά τη σαρωτική
επίθεση των ΜΜΕ την προηγούμενη περίοδο, τελικά φάνηκε ότι ο λόγος της
αριστεράς [θεσμικής και εξωθεσμικής], για τις ευθύνες των τραπεζών, ρίζωσε στην
κοινωνία, και όταν εμφανίστηκε εξόφθαλμα η απόπειρα «κοινωνικοποίησης των
ζημιών των τραπεζών», η υπόγεια κοινωνική συνείδηση εκράγηκε δημόσια.
Στην
Κύπρο, η εικόνα του δημόσιου λόγου στα τέλη του 2015 είναι εκφραστική: ενώ στα
τέλη του 2012, όταν ολοκληρωνόταν η διαπραγμάτευση για το μνημόνιο, η
συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ, αλλά και των πολιτικών, πλην της αριστεράς
[θεσμικής και εξωθεσμικης] και των συντεχνιών, ήταν μια θλιβερή αναπαραγωγή
νεοφιλελεύθερων κλισέ για τις ευθύνες του δημόσιου, των συντεχνιών και για την
ανάγκη υποχωρήσεων σε ότι ήθελε η τρόικα, σήμερα η εικόνα είναι ανάποδη. Το
τέλος του μνημονίου είναι ίσως το μόνο θετικό, που ακούγεται ρητορικά [και
συνοδεύεται από προειδοποιήσεις ότι μπορεί να συνεχιστεί άτυπα]. Κατά τα άλλα η
αναγνώριση της ευθύνης των τραπεζών έγινε και επίσημα, πια, από την κυβέρνηση
όπως παράτησε ο Π. Παπαγεωργίου, σχολιάζοντας την ομιλία του υπουργού
οικονομικών, και είναι ήδη καθολική από το 2014, όταν εμφανίστηκε η
αντιπαράθεση για το θέμα των εκποιήσεων. Ταυτόχρονα, ενώ μερικοί φώναζαν το
2012, γιατί η τότε κυβέρνηση επέμενε να διαπραγματευεται [και επέμενε λ.χ. στον
13ο μισθό],[1]
από τα τέλη του 2013 είχε αρχίσει η απαίτηση να τηρούνται τα δικαιώματα των
εργαζόμενων, και να απαιτείται η καταβολή του 13ου, ενώ σε ένα
γενικότερο πλαίσιο τίθεται, πια, ζήτημα ότι δεν υπάρχει αρκετή διεκδίκηση
ενάντια στην λιτότητα κοκ. Έχουμε μια συνολική αντιστροφή. Ήδη, οι συντεχνίες
άρχισαν να προετοιμάζονται για διεκδίκηση των δικαιωμάτων που παγοποιήθηκαν -
και πάλι, αξίζει να αναφερθεί συγκριτικά ότι κάποιοι φώναζαν για την επιμονή
της τότε κυβέρνησης να μην δέχεται κατάργηση, αλλά μόνο παγοποίηση. Και η νυν
κυβέρνηση που φώναζε κάποτε ως αντιπολίτευση για «τσεκκούθκια» των συντάξεων,
των φτωχών, σήμερα δίνει έξτρα τσεκκούθκια για τις γιορτές – είναι βεβαια και
οι εκλογες.[2] Είναι όλα αυτά δείγμα μιας
αξιοσημείωτης μετατόπισης. Αξίζει, λοιπόν, να δούμε, ως αξιολόγηση, το τί έγινε
αυτή τη περίοδο της τετραετούς ύφεσης [2012 -2015] και των τριών χρόνων της
λιτότητας της τρόικα. Αλλά πέρα από την καταγραφή των κοινωνικών τραυμάτων, που
φαίνονται να έχουν κωδικοποιηθεί ως ένα είδος ξένης επιβολής, σχεδόν
αποικιακής, παρά τις προσπάθειες της δεξιάς να ψελλίσει κάποτε ότι ήταν και
δικό της πρόγραμμα, πρέπει επίσης να καταγραφούν και οι αντιστάσεις, οι οποίες
συχνά ξεχνιούνται. Η ρητορική της καταγγελίας, ωστόσο, παραβλέπει τις βάσεις
πάνω στις οποίες θα οικοδομηθούν οι μελλοντικές διεκδικήσεις – αλλά και η
αναγκαία πίστη ότι η διεκδίκηση και η αντίσταση αποδίδουν. Και άλλωστε το
γεγονός ότι παρά τις προθέσεις οι ιδιωτικοποιήσεις δεν κατάφεραν να
προχωρήσουν, μέχρι τώρα, ακόμα είναι χαρακτηριστικό. Ας δούμε, λοιπόν, μια κατ’
αρχήν καταγραφή
Αλλά πέρα από την καταγραφή των κοινωνικών τραυμάτων που
φαίνονται να έχουν κωδικοποιηθεί σαν ένα είδος ξένης επιβολής, σχεδόν
αποικιακής, παρά τις προσπάθειες της δεξιάς να ψελλίσει κάποτε ότι ήταν και
δικό της πρόγραμμα, πρέπει επίσης να καταγραφούν και οι αντιστάσεις, οι οποίες
συχνά ξεχνιούνται. Η ρητορική της καταγγελίας, ωστόσο, παραβλέπει τις βάσεις
πάνω στις οποίες θα οικοδομηθούν οι μελλοντικές διεκδικήσεις – αλλά και η
αναγκαία πίστη ότι η διεκδίκηση και η αντίσταση αποδίδουν.
Οι απώλειες: η μετατόπιση
της ύφεσης στο δημόσιο χρέος, η ανεργία και η ταξική εύνοια προς το κεφάλαιο,
και το ξεπούλημα στους ξένους
Ίσως
ο πιο χαρακτηριστικός αριθμός είναι αυτός της μετανάστευσης.[3]
Η τελευταία χρονιά που καταγράφηκε μεγαλύτερη μετανάστευση εκτός Κύπρου, παρά
προς την Κύπρο, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αν και στατιστικά,
μιλώντας το τέλος της μαζικής μετανάστευσης κυπρίων, ολοκληρώθηκε μετά το 1974.
Αυτή η τάση επανήλθε το 2013 – τη χρονιά, δηλαδή, που εφαρμόστηκε το μνημόνιο.
Το 2013 καταγράφηκε καθαρή[4]
μετανάστευση 12,078 και το 2014, 15,000. Αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται και σε μη
κύπριους[5]
και καταγράφουν ουσιαστικά την απώλεια θέσεων εργασίας στην κυπριακή οικονομία.
Και αυτές οι μειωσεις συνοδευουν και την μειωση του ΑΕΠ.
Αύξηση δημόσιου χρέους από 71%, που ήταν στις αρχές του
2012 πριν ζητήσουν στήριξη οι τράπεζες, και 79,5% στο τέλος του 2012, σε 106,3%
το 2015.
Τις
γενικότερες απώλειες θα μπορούσαμε να τις κωδικοποιήσουμε σε τρεις κατηγορίες:
- Η αύξηση του δημόσιου
χρέους, ως αποτυχία της ρητορικής της λιτότητας, αλλά και ως στρατηγική
υποθήκευσης του μέλλοντος σε «αποικίες χρέους».
Αύξηση δημόσιου χρέους από 71% που ήταν στις αρχές του 2012 πριν ζητήσουν
στήριξη οι τράπεζες, και 79,5% στο τέλος του 2012, σε 106,3% το 2015. Αυτή
η αύξηση εμφανίστηκε σε όλες τις μνημονικές χώρες και είναι το αντίστοιχο
της μείωσης του ελλείμματος. Ουσιαστικά, η επιβαλλόμενη λιτότητα μεταθέτει
την ύφεση στο μέλλον. Η λιτότητα περιορίζει τη ρευστότητα – και εδώ
υπήρξε, πριν τον Ντράγκι, μια σαφής σκόπιμη εκ μέρους της γερμανικής
πλευράς, στάση για περιορισμό της ρευστότητας, έτσι ώστε να επιβληθεί μια
λιτότητα στην περιφέρεια και το νότο της ευρωζώνης. Αυτή η λιτότητα,
ουσιαστικά, υποχρέωσε αυτές τις χώρες [σε αντίθεση με άλλες που δεν ήταν
στην ευρωζώνη] ντε φάκτο στην εξάρτηση από τις διακυμάνσεις των αγορών,
αφού δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την νομισματική τους ρευστότητα. Έτσι,
εγκλωβισμένες σε μια κατάσταση με περιορισμένη ρευστότητα, ήρθε και η
τρόικα να περιορίσει ακόμα περισσότερο την δυνατότητα στήριξης της
οικονομίας μέσω του δημόσιου. Έτσι, επιτεύχθηκε μείωση των ελλειμμάτων για
τα συγκεκριμένα χρόνια, και μετατέθηκε η υποχρέωση αντιμετώπισης των
ζημιών που άφησε η επιβαλλόμενη λιτότητα στο μέλλον – μέσω του δημόσιου
χρέους. Ουσιαστικά, η τρόικα απέτυχε στη μισή της αποστόλη, τη μείωση του
δημόσιου χρέους, διότι παρέβλεπε σκόπιμα την ανάγκη κεϋνσιανής στήριξης
της οικονομίας σε ύφεση. Και έτσι πέτυχε ένα προσωρινό θέαμα, μείωση του
ελλείμματος κάθε χρόνο, για ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα – την εξόφληση του
δημόσιου χρέους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Βρετανία οι νεοφιλελεύθεροι
συντηρητικοί, είχαν έλλειμμα 5.5% και κέρδισαν τις εκλογές επιδεικνύοντας
το ως επιτυχία. Αλλά στην ευρωζώνη υποχρεώθηκαν 5 χώρες να φορτωθούν χρέη,
γιατί πάγωσε σκόπιμα η ρευστότητα από την ελεγχόμενη, από τα γερμανικά
συμφέροντα, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
- Η Ταξική διάσταση – η
διόγκωση της ανεργίας, της μερικής εργασίας και της μετανάστευσης ωςστρατηγική
πίεσης στους μισθούς, αλλά και στα εισοδήματα των λαϊκών στρωμάτων για να
ευνοηθεί το κεφάλαιο.
Η ανεργία είχε ανοδική πορεία και πριν
το 2012, όταν είχε ήδη φτάσει το 11,8%. Μεγάλο μέρος εκείνης της ανεργίας,
ωστόσο αφορούσε τους μη κύπριους εργαζόμενους – γι’ αυτό άλλωστε και
είχαμε μια εντυπωσιακή εκτόξευση της μετανάστευσης από το 2011 στο 2012
[συνολικά αυξήθηκε από 4,895 σε 18,105 με την τεράστια πλειοψηφία να είναι
μη κύπριοι]. Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, η μείωση των θέσεων εργασίας αφορούσε,
πια, στους κύπριους, καθώς οι οικονομικοί μετανάστες έφευγαν. Σήμερα, η
ανεργία είναι στο 16% [με βάση τις ευρωπαϊκές στατιστικές] αλλά στην ουσία
είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού έχει αυξηθεί επίσης η μερική απασχόληση [από
10,7% σε 14,1%] και η προσωρινή [από 15% σε 18,9%].[6]
|
ανεργία
|
Μερική
απασχόληση
|
Προσωρινή
απασχόληση
|
Κέρδη
απώλειες εισοδημάτων
|
2012
|
11.8%
[με μεγάλο αριθμό ανέργων από μη κύπριους]
|
10,7%
|
15%
|
|
2015
|
16%
[με το βασικό ποσοστό να είναι κύπριοι
|
14.1%
[αύξηση
32%]
|
18,9%
[αύξηση
26%]
|
Τα
πιο πλούσιο 10%: αύξηση 3.4%
90%
του πληθυσμού: μείωση 8%
|
Η
κυβέρνηση ουσιαστικά και για επικοινωνιακούς λόγους προωθεί την καταγραφή της
μερικής κλπ εργασίας, ώστε να φαίνονται μειωμένα τα ποσοστά ανεργίας. Και
ουσιαστικά, επιχορηγεί εργοδότες για να προσλαμβάνουν, έστω και προσωρινά. Πέρα
από τον επικοινωνιακό χαρακτήρα της προσπάθειας να εμφανιστούν αριθμοί με
μειωμένη ανεργία [παρά την πραγματικότητα] και την γενικότερη αύξηση της
ανεργίας σε όλες τις μνημονιακές χώρες, στην Κύπρο υπήρξε και μια συνειδητή και
σκόπιμη προσπάθεια να ευνοηθεί το κεφάλαιο. Το είπε χαρακτηριστικά, άλλωστε το
2013, ένας από τους εκπροσώπους τους κεφαλαίου στην κυβέρνηση, ο κ. Χάσικος –
και εκφράστηκε με την πολιτική των ευνοιοκρατικών χαλαρώσεων για τον κ. Σιακόλα
λ.χ. Αλλά είναι και εμφανής η προσπάθεια στην αντιπαράθεση για τα ωράρια των
καταστημάτων. Η κυβέρνηση προωθεί τη μερική εργασία μερικών ωρών τα
σαββατοκύριακα, ξέροντας ότι κάτι τέτοιο δεν παράγει νέο εισόδημα, αλλά
μετατοπίζει την αγορά από τους μικρομεσαίους σε μια μικρή ομάδα αστών και
επιχειρήσεων των μεγαλοκαταστήματων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα στατιστικά δεδομένα
είναι επίσης σαφή: τα εισοδήματα των 10% πιο προνομιούχων αυξήθηκαν κατά 3.4%,
σε αντίθεση με τα εισοδήματα του 90% που υπέστη μείωση κατά 8% τα τελευταία 2
χρονια. Μέρος αυτής της διαδικασίας ευνοιοκρατικής αντιμετώπισης μιας πλούσιας
μειοψηφίας [η οποία προφανώς ανταμείβει ποικιλοτρόπως για αυτήν την
αντιμετώπιση] είναι φυσικά και η προσπάθεια να χαριστεί δημόσιος πλούτος μέσω
των ιδιωτικοποιήσεων κερδοφόρων δημόσιων οργανισμών-επιχειρήσεων.
- Ξεπούλημα δημόσιου,
αλλά και ιδιωτικού πλούτου σε ξένους.
Αυτή η διαδικασία είναι εν μέρει, βέβαια, μέρος της στρατηγικής της
λιτότητας – και προωθείται με τη ρητορική της προσέλκυσης επενδύσεων κοκ.
Στην περίπτωση της Κύπρου, υπήρξε κάτι βαθύτερο. Η κυβέρνηση, αλλά και
ιστορικά η δεξιά, φαίνεται να ελπίζει σε ένα είδος ξένης επιτήρησης για να
επιβάλει πολιτικές τις οποίες «συμπαθεί» ιδεολογικά ή οι οποίες ευνοούν
συμφέροντα τα οποία θέλει να εξυπηρετήσει – αλλά προσκρούει την αντίδραση
της πλειοψηφίας. Είναι χαρακτηριστική η για χρόνια προσπάθεια
ιδιωτικοποιήσεων, παρά τη σαφή αντίθεση της κοινής γνώμης και της κοινής
λογικής – ότι δεν έχει νόημα να πουλάς κάτι που σου αποδίδει σε 5 χρόνια
περισσότερα από όσα θα πάρεις σε οποιαδήποτε πώληση. Όμως, τελικά, η
ιδιωτικοποίηση παλεύετε ακόμα. Εκεί που τα «κατάφερε» η κυβέρνηση, ίσως
και τραγικά για την ίδια και την τοπική αστική τάξη, ήταν στο τομέα τον
οποίο αγωνίστηκε να σώσει από την χρεοκοπία – έστω και ενάντια στα συμφέροντα
της κοινωνίας: τις τράπεζες. Σήμερα, από τις 4 συστημικές τράπεζες μόνο
μια είναι "κυπριακή", με την έννοια ότι ελέγχεται από κύπριους,
ο Συνεργατισμός. Και εδώ, οι ιδεολογικές προκαταλήψεις της κυβέρνησης,
προώθησαν την τελευταία στιγμή του μνημονίου ένα σενάριο για ξεπούλημα
επίσης. Αν και το πεδίο είναι ανοικτό για το μέλλον. Όμως, με ευθύνη σαφώς
τις πολιτικές της νυν κυβέρνησης, συγχωνεύτηκε η Λαϊκή με την Τράπεζα
Κύπρου και παραδόθηκε το τελικό προϊόν στο ξένο κεφάλαιο. Η κυβέρνηση, όχι
μόνο διόριζε σκανδαλωδώς δημόσια τα ΔΣ των τραπεζών, αλλά και εξαπέλυσε
μια χυδαία επίθεση για να ελέγξει την Κεντρική Τράπεζα, και έτσι έχοντας
πλήρη έλεγχο, παρέδωσε το τραπεζιτικό σύστημα στους ξένους. Τα ίδια έκανε
και την Ελληνική Τράπεζα με τον κωμικό διορισμό επικεφαλής μιας φίλης του
υπουργού οικονομικών [τα οποιαδήποτε προσόντα ήταν άσχετα σε εκείνο το
κωμικό ντελίριο ρουσφετολογίας του 2013-14]. Η κυπριακή αστική τάξη δέχθηκε ένα πλήγμα από την
κοινωνία το Μάρτιο του 2013, όταν η κοινωνία εξεγέρθηκε και απέτρεψε το
καθολικό κούρεμα, ενώ η κυβέρνηση την οποία χρηματοδότησε και στήριξε με
τα ΜΜΕ στην εξουσία, οδήγησε ουσιαστικά τον κεντρικό τομέα της νεόπλουτης
αστικής τάξης σε ξένα χέρια – και από άποψη μεγαλομετόχων και διευθυντικών
στελεχών. Ήδη άρχισαν και οι συζητήσεις για την ανάγκη περιορισμού του
τομέα κοκ. Ότι ξεκίνησε εκ μέρους του τραπεζιτικού κεφαλαίου, με τη φούσκα
του χρηματιστηρίου του 1999, ως δοκιμή μαζικής κλοπής, φαίνεται να
τελειώνει, πια, σε ξένα χέρια με μια κοινωνία, που είναι βαθύτατα καχύποπτη,
πια, απέναντι στο χρηματιστικό κεφάλαιο.
Τα κέρδη της αντίστασης:η
εξέγερση του Μαρτίου του 2013 ως στρατηγική κίνηση των μαζών και ως
προειδοποίηση, η αναβολή ως μηχανισμός αποφυγής, και η μετάθεση ως τακτική
διαφύλαξης και επιλογής βολικού χρόνου και πλαισίου αντιπαράθεσης
Η
κυπριακή αντίσταση είχε τις ιδιομορφίες της. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, ο
μικρός πληθυσμός της Κύπρου δεν ευνοούσε μαζικές εκδηλώσεις χιλιάδων – αν και
υπήρξε μια σειρά μαζικών εκδηλώσεων το 2013 και 2014. Ταυτόχρονα, η μαζική
οργάνωση των εργαζόμενων σε συνδικαλιστικές οργανώσεις έδινε στην κυπριακή
περίπτωση μια ιδιομορφία – η πιθανότητα μιας γενικής απεργίας θα μπορούσε να
παραλύσει την χώρα. Αυτό δεν έγινε, γιατί δεν κατέληξαν σε τέτοια ομοφωνία οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις – εν μέρει και λόγω του ότι το μνημόνιο βιώθηκε και
με βάση την κυπριακή εμπειρία του 1974, ως μια μεταβατική περίοδος. Και η
κυβέρνηση που προσπαθούσε να το προωθήσει, κατέφευγε συχνά σε αυτό το
μεταβατικό – ακριβώς για να συγκρατήσει τις συντεχνίες που πρόσκειντο στην
παράταξή της. Αλλά με αυτή την επίκληση, δεσμευόταν ντε φάκτο, και όχι
ρητορικά, στο μεταβατικό.
Και
αξίζει να σημειωθεί ότι οι συντεχνίες την περίοδο της μεγάλης επίθεσης που
κατασκεύασε το τραπεζιτικό κεφάλαιο, ως μετατόπιση, την περίοδο 2011-12, δεν συνέπλευσαν
με την επίθεση – ούτε και οι δεξιές συντεχνίες. Μια μορφή ταξικής συνείδησης,
σαφώς, επεκράτησε των μικροκομματικών ρητορικών και υστεριών. Αν και είναι πέρα
από τους στόχους του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να αναφέρουμε και την
ταυτόχρονη αντίσταση των τουρκοκύπριων στη λιτότητα που τους επιβαλλόταν από
την Τουρκία. Ήταν μια ταξική στιγμή ευρύτερης συνείδησης.
…το μνημόνιο βιώθηκε και με βάση την κυπριακή εμπειρία
του 1974, ως μια μεταβατική περίοδος. Και η κυβέρνηση που προσπαθούσε να το
προωθήσει, κατέφευγε συχνά σε αυτό το μεταβατικό – ακριβώς για να συγκρατήσει
τις συντεχνίες που πρόσκειντο στην παράταξή της. Αλλά με αυτή την επίκληση,
δεσμευόταν ντε φάκτο, και όχι ρητορικά, στο μεταβατικό. Και αξίζει να σημειωθεί
ότι οι συντεχνίες την περίοδο της μεγάλης επίθεσης που κατασκεύασε το
τραπεζιτικό κεφάλαιο, ως μετατόπιση, την περίοδο 2011-12, δεν συνέπλευσαν με
την επίθεση – ούτε και οι δεξιές συντεχνίες. Μια μορφή ταξικής συνείδησης,
σαφώς, επεκράτησε των μικροκομματικών ρητορικών και υστεριών. Και.. θα πρέπει
να αναφέρουμε και την ταυτόχρονη αντίσταση των τουρκοκύπριων στη λιτότητα που
τους επιβαλλόταν από την Τουρκία. Ήταν μια ταξική στιγμή ευρύτερης συνείδησης.
Όμως,
η κυπριακή αντίσταση υπήρξε αξιοσημείωτη και για τον οργανωμένο της τρόπο
έκφρασης, αλλά και για τις επιτυχίες της. Θα μπορούσαμε να τις κωδικοποιήσουμε
σε τρεις ενότητες επίσης:
1. Η
εξέγερση του Μάρτη του 2013: η αποτροπή του καθολικού κουρέματος ως
κοινωνικοποίηση των ζημιών των δυο τραπεζών, αλλά και ως υποθήκευση της
κοινωνίας στα συμφέροντα των τραπεζών. Η
κορυφαία στιγμή της κυπριακής αντίστασης ήταν αναμφίβολα η αποτροπή του
καθολικού κουρέματος τον Μάρτιο του 2013. Τότε, μόλις 2 εβδομάδες μετά την
εκλογή της δεξιάς, μετά από 2 χρόνια απόπειρας δαιμονοποίησης της αριστεράς και
της αντίστασης, και ενώ η νέα κυβέρνηση είχε, όχι απλώς, τον αέρα της εξουσίας,
αλλά σχεδόν τον απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ, ΔΕΝ κατάφερε να περάσει το καθολικό
κούρεμα. Αν το κατάφερνε, θα συγκάλυπτε τις ευθύνες των δυο ένοχων τραπεζών [Λαϊκής
και Κύπρου] αφού θα άπλωνε το θέμα σε όλες τις τράπεζες, θα φόρτωνε σε όλη την
κοινωνία τη ζημιά τους, και καταργώντας το όριο των 100,000 για ασφαλισμένες
καταθέσεις, θα άνοιγε την πόρτα για μια μόνιμη επιβολή φορών και κουρεμάτων για
να συγκαλύπτονται τα σκάνδαλα και τα προβλήματα των τραπεζών. Και αυτό θα ήταν
μια παγκόσμια αρχή για την επίθεση των τραπεζών στις καταθέσεις των
μικρο-καταθετών. Αλλά η κυπριακή αντίσταση το απέτρεψε. Ο κ. Αναστασιάδης
σοκαρισμένος από την αντίδραση, την αποκάλεσε «επανάσταση». Ακόμα και το κόμμα
του δεν τόλμησε να ψηφίσει υπέρ εκείνου το νομοσχεδίου στη βουλή. Πώς μπόρεσαν
οι κύπριοι να αντιδράσουν με τόση διαύγεια μπροστά στην καθολική επίθεση; Υπήρξαν
μερικοί βασικοί παράμετροι – παρά τη σαρωτική επίθεση των ΜΜΕ την
προηγούμενη περίοδο, τελικά φάνηκε ότι ο λόγος της αριστεράς [θεσμικής και
εξωθεσμικής], για τις ευθύνες των τραπεζών, ρίζωσε στην κοινωνία, και όταν
εμφανίστηκε εξόφθαλμα η απόπειρα «κοινωνικοποίησης των ζημιών των τραπεζών», η
υπόγεια κοινωνική συνείδηση εκράγηκε δημόσια. Επιπρόσθετα, οι καταθέσεις
βιωμένες ως ένα είδος μικροιδιοκτησίας αποτελούν ένα είδος ιερού για την
κυπριακή κοινωνία. Αλλά και η προσπάθεια ξεκάθαρης κοροϊδίας με το
«δεσμεύομαι»-«ξεδεσμεύομαι» ήρθε να επιβεβαιώσει ότι παρά την υστερία των ΜΜΕ,
στο υπόγειο της κοινωνικής συνείδησης, η αμφιβολία και η αμφισβήτηση ήταν
διάχυτες. Και η εμφάνιση του ίντερνετ ήρθε να συμπληρώσει αυτήν την άλλη
«δημόσια σφαίρα» της κυπριακής καθημερινότητας, η οποία συντηρείτο διαχρονικά
με τον προφορικό λόγο. Τί κέρδισαν οι κύπριοι από εκείνη την αντίσταση; Πέρα
από την αποφυγή της κοινωνικοποίηση των ζημιών [και άρα της μεταφοράς του
κόστους του ό,ποιου κουρέματος αποφάσισε η κυβέρνηση, στα ψηλά εισοδήματα ή
καταθέσεις άνω των 100,000], προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Πρώτα από όλα από
την συνεχή επιβολή τέτοιων κουρεμάτων και «φόρων». Ήταν μια προειδοποίηση που
τρομοκράτησε την αστική τάξη – και ο φόβος αυτής της έκρηξης κωδικοποιήθηκε με
το κλείσιμο της Λαϊκής. Αλλά και πρακτικά, η αποφυγή της κλοπής των
μικροκαταθέσεων, για να ευνοηθούν οι μεγάλες καταθέσεις, στήριξε την οικονομία
και μείωσε την ένταση της ύφεσης. Για τα επόμενα χρόνια, η κατανάλωση των
νοικουριών ήταν ένας βασικός θετικός παράγοντας στην μείωση της ύφεσης.
2. Η
αντίσταση μέσω της αναβολής: ο αγώνας για παγοποιήσεις, αντί κατάργηση
δικαιωμάτων, και η αναβολή των σκληρών επιλογών με τον φόβο του Μάρτη του 2013
και της απόρριψης από τη Βουλή. Η αριστερή κυπριακή
κυβέρνηση, βιώνοντας μια σχεδόν απόλυτη μοναξιά στην Ευρώπη, την περίοδο
2010-13 προσπάθησε, σοφά, να αποφύγει εκείνη την υστερία της λιτότητας και του
νεοφιλελευθερισμού. Αν δει κάποιος τα δεδομένα, η χειρότερη περίοδος ήταν το
2010 και το 2011, όταν η ελληνική κρίση προκαλούσε πανικό και οι συνταγές στην
Ευρώπη ήταν όλο και πιο σκληρές, αφού οι γερμανοί χρησιμοποιούσαν την κρίση για
να εμπεδώσουν την ηγεμονία τους και προωθούσαν τον νεοφιλελευθερισμό στην
περιφέρεια, όπως έκανε το ΔΝΤ στον τρίτο κόσμο τις προηγούμενες δεκαετίες.
Χρειάστηκε η εξέγερση των ελλήνων και των ισπανών από το 2011, και μετά των
πορτογάλων για να αρχίσει να αλλάζει κάτι. Και όταν οι ελληνικές εκλογές του
2012, οδήγησαν σε αδιέξοδο, ενώ στη Γαλλία εκλέγηκε ο υποψήφιος των
σοσιαλιστών, και οι «αγορές» έπαθαν πάλι υστερία, ο Ντράγκι άλλαξε πορεία στην
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την περίφημη ατάκα “whatever it takes”
για να σωθεί η ευρωζώνη. Η Κύπρος μπήκε εκείνη τη στιγμή, το 2012, λόγω των
τραπεζών, αλλά όπως φάνηκε και τις διαπραγματεύσεις, το μένος για λιτότητα
ήταν, πια, απέναντι σε ευρύτερη αμφισβήτηση. Γι’ αυτό και η τρόικα υποχώρησε σε
βασικά σημεία τον Νοέμβριο του 2012, όταν η κυπριακή κυβέρνηση δεν
τρομοκρατήθηκε από τις επιθέσεις. Το ότι η τρόικα δέχτηκε να γίνουν
παγοποιήσεις, και να μην είναι οι ιδιωτικοποιήσεις στο πρόγραμμα [αλλά να
εξαρτηθούν από "ανάγκες" κλπ] ήταν ενδεικτικό, ότι στο νέο κλίμα, η
αντίσταση απέδιδε. Η νέα κυβέρνηση τον Μάρτιο του 2013 έκανε το τραγικό λάθος
[και για την ίδια και για τα συμφέροντα των τραπεζών που ήθελε να προωθήσει] να
προσπαθήσει να αλλάξει το μνημόνιο με την ιδέα για καθολικό κούρεμα, και είδε
τη λαϊκή οργή να διαψεύδει σε λίγες μέρες την φαντασίωση ότι οι κύπριοι ψηφίσαν την νεοφιλελεύθερη λιτότητα. Από
τότε, η σκιά του Μάρτη του 2013 πλανιέται και έκανε την κυβέρνηση, αλλά και την
τρόικα να μην υπερβαίνουν όρια. Αλλά και
στην ίδια τη βουλή ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση δεν είχε σίγουρη ή σταθερή
πλεοψηφία. Και αυτό φάνηκε και το 2013, και ιδιαίτερα το 2014. Το ότι πήρε ένα
ολόκληρο χρόνο για εγκριθεί με τροποποιήσεις και κυβερνητικές υποχωρήσεις ήταν
εκφραστικό. Ουσιαστικά, αυτές οι καθυστερήσεις λειτουργούσαν και ως τρόποι
άτυπης μετάθεσης του θέματος από κάτι που θα επιβαλλόταν από τα έξω, σε κάτι
που θα αντιμετωπιζόταν από την κοινωνία εσωτερικά αργότερα. Είναι σε αυτό το
πλαίσιο, της αναβολής για μια περίοδο, όπου τα ζητήματα θα μπορούν να
αντιμετωπιστούν με την εσωτερική λογική των ισορροπιών παρά με την αποικιακή
ρητορική της τρόικα, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί και το τεράστιο ποσοστό των
μη εξυπηρετούμενων δανείων. Είναι και ένα είδος στάσης πληρωμών από τα κάτω
λόγω ύφεσης.
1. Η
μετάθεση στο μέλλον ως στρατηγική
διάσωσης. Το ότι τελικά η κυβέρνηση αναγκάστηκε, παρά
της προθέσεις της, να πει ότι δεν γίνει ιδιωτικοποίηση της ΑΗΚ, μπροστά στις
αντιδράσεις είναι εκφραστικό μιας ευρύτερης τάσης αποκόμισης υποχωρήσεων στο
πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της κοινωνίας [μέσω του δημόσιου λόγων, των απειλών
για μη ψήφο στο κοινοβούλιο, και των κινητοποιήσεων συντεχνιών και άλλων μορφών
οργάνωσης] με την κυβέρνηση που χρησιμοποίησε την τρόικα ως μοχλό επιβολής.
Είναι πιθανό ότι και η ΣΥΤΑ θα διασωθεί σε μεγάλο ή κάποιο βαθμό. Ακόμα και το
γεγονός ότι δεν πουλήθηκαν τα λιμάνια, αλλά έγινε ενοικίαση είναι δείγμα.
Ανάλογα μπορεί να πει κανείς για τις εκποιήσεις. Οι τράπεζες θα θέλουν φυσικά
να προχωρήσουν σε εκποιήσεις, αλλά φοβούνται [και οι τράπεζες και η κυβέρνηση
που τις στήριξε] την κοινωνική αντίδραση. Ανάλογα μπορεί να περιμένει κανείς
και για το θέμα με την πώληση δανείων. Ευρύτερα, η επόμενη περίοδος θα είναι
μια περίοδος επαναδιεκδίκησης δικαιωμάτων – αποπαγοποιήσεων ουσιαστικά. Είναι
εμφανές ότι ξεκινά από το δημόσιο τομέα το ζήτημα. Αλλά το γεγονός ότι λ.χ. η
κυβέρνηση, παρά τις εκκλήσεις των εργοδοτών, δεν τόλμησε να μειώσει τον
κατώτατο μισθό, μπορεί να μην αφορα τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, αλλά
αφορά σαφώς το θεσμικό πλαίσιο. Και είναι αυτό ακριβώς που κατάφερε να
διαφυλάξει σε μεγάλο βαθμό η κυπριακή αντίσταση – το θεσμικό πλαίσιο των
εργασιακών δικαιωμάτων. Οι αντιπαραθέσεις του μέλλοντος θα γίνονται σε αυτό το
πλαίσιο, σε ένα κοινοβούλιο, που θα εκφράζει μια κοινωνία με αρνητική μνήμη για
την τριετία του μνημονίου.
Η επόμενη μέρα, η λύση και
το φυσικό αέριο
Η
αμηχανία όσων επένδυαν στην εξωτερική επιβολή των δικών τους απόψεων και
συμφερόντων, μετά το τέλος της περιόδου του μνημονίου είναι έκδηλη. Όπως και
όσων έλπιζαν αφελώς ότι η τρόικα θα προχωρούσε σε εκσυγχρονισμό κοκ. Το μόνο
ίσως θετικά που θα μπορούσε να προχωρήσει ήταν το ΓΕΣΥ, αλλά μπλοκαρίστηκε λόγω
των αντικρουόμενων [και ταξικών] συμφερόντων. Το ότι αποτράπηκε το
πολυασφαλιστικό, ίσως να είναι και ένα είδος επιτυχίας. Αλλά και σε άλλους
τομείς η κυβέρνηση απλώς έκανε ρητορικές για τον εκσυγχρονισμό και συνέχιζε το
ρουσφέτι με άλλα λόγια. Οι διορισμοί των επικεφαλής των τραπεζών με κριτήρια
φιλικών σχέσεων ήταν χαρακτηριστική. Και η τρόικα παρακολουθούσε αμήχανα και
χωρίς να λέει τίποτα. Όπως και η μόδα των «συμβούλων», που πληρώνονταν
πλουσιοπάροχα για να δώσουν εκθέσεις που απλώς επιβεβαίωναν αυτά που ήθελαν οι
της κυβέρνησης. Η έκθεση για την ΣΥΤΑ λ.χ. φαινόταν εμφανώς κατασκευασμένη για
να υποτιμήσει την αξία της.
Σε
αυτό το πλαίσιο με το τέλος του μνημονίου, και αναμένοντας τις
επαναδιεκδικήσεις, από διάφορες κοινωνικές ομάδες και συνδικαλιστικές
οργανώσεις, μερικοί φαίνονται να ποντάρουν σε ένα είδος μνημονίου για τη λύση.
Ίσως για αυτό γίνονται προσπάθειες να εμπλέξουν «συμβουλές» από το ΔΝΤ και τη
Διεθνή Τράπεζα. Αυτό, βέβαια, θα ήταν μια συνταγή για ανατίναξη της λύσης πριν
καν γίνει – αν, δηλαδή, συνδεθεί με μια εξωτερική εξάρτηση και επιβολή. Αλλά
πολιτικοί, όπως ο Χ. Γεωργιαδης,[7]
που δεν ξέρουν άλλο τρόπο διακυβέρνησης, πλην της εξωτερικής επιβολής με τους
ίδιους ως τοπικούς διορισμένους διαμεσολαβητές, είναι λογικό να σκέφτονται
έτσι. Το ευχάριστο από την άλλη πλευρά είναι οι κοινές [όσον αφορά στο στόχο]
αντιστάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των δυο κοινοτήτων, την προηγούμενη
περίοδο [από το 2011] που δημιουργούν τη βάση για ένα πλαίσιο κοινών
διεκδικήσεων και διάχυτων μορφών ταξικής συνείδησης. Ήδη οι τουρκοκύπριοι έχουν
και εκείνοι τη δική τους εμπειρία με τις τραπεζιτικές κρίσεις από το 1999-2000.
Αυτό
που είναι καθοριστικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι μια οποιαδήποτε λύση θα
χρειαστεί όντως μια δυναμική παρέμβαση του δημόσιου τομέα – όπως έγινε και το
1974 – όταν η Πολιτεία παρέβηκε για να στηρίξει τους πρόσφυγες, να
χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση και τον επαναπροσδιορισμό της οικονομίας. Χωρίς
εκείνη την παρεμβαση το «οικονομικό θαύμα» όπως ονομάστηκε η οικονομική
ανάκαμψη των επόμενων χρόνων [η οποία βοηθήθηκε και από εξωτερικούς παράγοντες
με προεξέχοντα την στήριξη από τον αραβικό κόσμο όσον αφορά τις εξαγωγές] θα
ήταν αδύνατη..
Ευρύτερα, η επόμενη περίοδος θα είναι μια περίοδος
επαναδιεκδίκησης δικαιωμάτων – αποπαγοποιήσεων, ουσιαστικά. Είναι εμφανές ότι
ξεκινά από το δημόσιο τομέα το ζήτημα. Αλλά το γεγονός ότι λ.χ. η κυβέρνηση,
παρά τις εκκλήσεις των εργοδοτών, δεν τόλμησε να μειώσει τον κατώτατο μισθό,
μπορεί να μην αφορά τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης, αλλά αφορά σαφώς το
θεσμικό πλαίσιο. Και είναι αυτό ακριβώς που κατάφερε να διαφυλάξει σε μεγάλο
βαθμό η κυπριακή αντίσταση – το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών δικαιωμάτων. Οι
αντιπαραθέσεις του μέλλοντος θα γίνονται σε αυτό το πλαίσιο, σε ένα κοινοβούλιο
που θα εκφράζει μια κοινωνία με αρνητική μνήμη για την τριετία του μνημονίου.
Αλλά
και η ίδια η πραγματικότητα, πια, του φυσικού αερίου δημιουργεί τις οικονομικές
συνθήκες για να τεθούν πλέον και ρεαλιστικά ζητήματα διαχείρισης του κοινού
πλούτου για το κοινό καλό. Σε αυτό το πλαίσιο, η ρουσφετολογία της δεξιάς, που
φαίνεται να είναι εγγενές φαινόμενο, αν κρίνει κανείς και από τις προηγούμενες
περιόδους διακυβέρνησης της [δεκαετία 1960, δεκαετία 1990] θα πρέπει να
αντιμετωπιστεί με σαφή παρέμβαση των θεσμών. Διότι είναι, ήδη, εμφανής η
προσπάθεια μερικών – όχι απλώς με τη ρουσφετολογία στο δημόσιο τομέα, αλλά και
την προσπάθεια υφαρπαγής δημόσιου πλούτου μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Το ευχάριστο
είναι ότι η κοινωνία φαίνεται, πια, να αντιδρά – και το ίδιο και μερικοί
θεσμοί.
[1] Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση υποστήριξης κατάργησης του 13ου
ήταν και πάλι ο Πολίτης ως εκφραστής του
νεοφιλελεύθερου λόγου και ρητορικής.
[2] Σε αυτό τον προεκλογικο τομεα η κυβερνητική παράταξη έχει προϊστορία –
και τις εκλογές του 1998 με τους πυραύλους, αλλά και τις μεγαλύτερες αυξήσεις
που δόθηκαν στο δημόσιο, πριν τις εκλογές του 2003.
[3] Τα πιο κάτω στοιχεία είναι από την Δημογραφική Έκθεση της Στατιστικής
Υπηρεσίας Κύπρου, για το 2014
[4] Δηλαδή όταν αφαιρεθούν όσοι έφυγαν από όσους είχαν έρθει.
[5] Οι αντίστοιχοι κυπριακοί αριθμοί ήταν 3,579 για το 2013 και 2,106 για
το 2014.
[6] Τα πιο κάτω στοιχεία αναφέρθηκαν στην συζήτηση των προϋπολογισμών στη Βουλή και παραπέμπουν σε επίσημα στοιχεία ή αναλυτικά στοιχεία για την ταξική κατανομή των κερδών-απωλειών από τις ετήσιες έρευνες του ΙΝΕΚ – ΠΕΟ, τις οποίες επιμελείται ο κ. Ιωακείμογλου.
[7] Υπήρχε μια σχετική συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο στις 20/12/2015 - http://www.philenews.com/el-gr/top-stories/885/291334/charis-georgiadis-omospondia-me-mnimonio
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου