Για την επαναφορά της αόριστης επιβίωσης του «–σμου» μέσα από την κυπριακή Ομοσπονδία
«Ο τουρκισμός της Κύπρου μπορεί να επιβιώσει
μόνο μέσα από τη λύση του Κυπριακού»…
«Η εθνική επιβίωση των
Τούρκων της Κύπρου μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσα από μια δικοινοτική
διζωνική Ομοσπονδία»…
Οι
φράσεις αυτές δεν ακούστηκαν δημόσια από την τουρκοκυπριακή κοινότητα
τουλάχιστον μέχρι στιγμής… Όμως, εάν ακούγονταν, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί
ποιές θα ήταν οι αντιδράσεις – δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες – από μερίδα
της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Και
όμως, η ρητορική που επικεντρώνεται στην ανάδειξη της αναγκαιότητας για μια
λύση και ειδικά για μια ομοσπονδιακή λύση ως μορφή/τρόπος «επιβίωσης του
κυπριακού ελληνισμού», φαίνεται να
κατατάσσεται πλέον ως ένα νέο λεγόμενο mainstream
σε διάφορες αναλύσεις φιλελεύθερων κύκλων. Η επιχειρηματολογία για μια λύση που
θα «σώζει τον ελληνισμό της Κύπρου»
βεβαίως δεν είναι καινούργια στο χώρο της ελληνοκυπριακής δεξιάς, αλλά η ένταση
με την οποία προβάλλεται το τελευταίο χρονικό διάστημα από διάφορους παράγοντες
(και όχι μόνο από μια μερίδα του ΔΗΣΥ), αναγκάζει σε μια πιο προσεκτική ματιά
στις διάφορες πτυχές που συμπεριλαμβάνει η συγκεκριμένη προσπάθεια
νομιμοποίησης της λύσης του Κυπριακού.
Μήπως
η ένταση της ενσωμάτωσης του «ελληνισμού της Κύπρου» στις αναζητήσεις για
ομοσπονδία είναι αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου συμφιλίωσης της Δεξιάς με την
ιδέα της επανένωσης; Ή μήπως είναι κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής
διεύρυνσης του θετικού ελληνοκυπριακού ακροατηρίου υπέρ της λύσης με στόχο τη διασφάλιση
πλειοψηφικού ρεύματος του ‘Ναι’ σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα; Ή μήπως είναι μια
μέθοδος μείωσης/κατευνασμού των εσωτερικών ιστορικών αντιφάσεων που κουβαλά η
Δεξιά σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού και τη θέση της Τουρκοκυπριακής
κοινότητας σε αυτή τη λύση; Μια ολοκληρωμένη απάντηση, πολύ πιθανόν να
συμπεριλαμβάνει όλα τα πιο πάνω ερωτήματα…
Όμως,
οποιοδήποτε και να είναι το κίνητρο ή η αιτία για την ένταση με την οποία
γίνεται προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η ομοσπονδιακή λύση με εθνοκοινοτικά/εθνικά
προσδιορισμένα κριτήρια, αυτή η προσέγγιση είναι τουλάχιστον προβληματική. Η
προσπάθεια θεωρητικοποίησης της «αρμονίας» μεταξύ μιας ομοσπονδίας και της
ύπαρξης «εθνοκοινοτικών άκρων», φέρει έντονες ιστορικές, αλλά και ιδεολογικές
αντιφάσεις. Αυτές οι αντιφάσεις γίνονται ακόμα πιο εμφανείς, εάν λάβει κάποιος
υπόψην τη βαριά σκιά της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας και της αναγκαιότητας για
ένα ομοσπονδιακό συνεταιρισμό. Ιδιαίτερα εφόσον μια ομοσπονδία «εκ της φύσης
της» απαιτεί συναινέσεις στον πλουραλισμό και τη συνεργασία μεταξύ των
«διαφορετικών», είναι μάλλον αυτή η συνεχής υπογράμμιση των «διαφορετικών» και
η μετατροπή τους σε δημόσιο πολιτικό πρόγραμμα που δημιουργεί, παρά να επιλύει
προβλήματα.
Αξίζει,
λοιπόν, μια σύντομη αποκωδικοποίηση αυτών των αντιφάσεων και αδιεξόδων που
προκαλεί η πιο πάνω προσέγγιση, με δεδομένη την ανάγκη μιας περιεκτικής
συζήτησης τόσο για τη διαδικασία λύσης του Κυπριακού, αλλά πολύ περισσότερο για
την «ημέρα μετά τη λύση», εάν και εφόσον αυτή επιτευχθεί.
Ο ιστορικός αναχρονισμός…
Όπως
έχει ήδη προαναφερθεί, η υπογράμμιση μιας αόριστης επιβίωσης του «εθνικού –σμού» (ελληνισμού ή τουρκισμού) ως το
κυρίαρχο στοιχείο σε μια συναινετική ομοσπονδία χαλά «τη σούπα» από την αρχή,
αφού δημιουργεί αυτόματα και ενστικτωδώς αντιδράσεις σε ένα ήδη «εθνοκοινοτικά»
διαμελισμένο χώρο. Όμως πέραν αυτού, η επαναφορά των «εθνικών –σμων» στις σημερινές συνθήκες αποτελεί
ένα ιστορικό αναχρονισμό. Τα ερωτήματα της ταυτότητας στην Κύπρο τέθηκαν και
απαντήθηκαν κατά τους προηγούμενους αιώνες. Απαντήθηκαν, μάλιστα, με τρόπο
οριστικό και βίαιο, ενώ η επαναφορά τους από κύκλους που θέλουν να εμφανίζονται
ως εκσυγχρονιστές προκαλεί όχι μόνο νέα ερωτήματα, αλλά και νέα διλήμματα για
τους στόχους που τίθενται μέσα από μια λύση του Κυπριακού.
Ενώ
η ομοσπονδία απαιτεί συναινέσεις με τρόπο που να διανοίγονται οι προοπτικές
υπέρβασης των διχασμών του παρελθόντος, η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία
μετατρέπει εκ νέου βασικά στοιχεία που οδήγησαν στο πρόβλημα, όχι μόνο ως
«ανυπέρβλητα», αλλά και ως αντικείμενα κατοχύρωσης μέσα από την επιδιωκόμενη
λύση. Δηλαδή οι ελληνοκύπριοι θα πρέπει να υπερψηφίσουν την ομοσπονδιακή
επίλυση του Κυπριακού, επειδή αυτή θα κατοχυρώνει μια αναχρονιστική ερμηνεία
της εθνοκοινοτικής τους ταυτότητας, επειδή αυτή η λύση θα αναδεικνύει ακριβώς
τη διαφορετική εθνοκοινοτική τους παρουσία στην νέα εξουσία. Σύμφωνα με αυτό το
σκεπτικό, το ίδιο θα πρέπει να πράξουν και οι τουρκοκύπριοι… μια τέτοια
προσπάθεια, όμως, «φυσιολογικά» θα καταδικαστεί από μια μερίδα των ελληνοκυπρίων
ως τουλάχιστον διχοτομική…!
Επομένως,
η προσπάθεια για οικοδόμηση κρατικών θεσμών που να επανενώνουν, θα γίνεται με
την προϋπόθεση ότι αυτοί οι θεσμοί εξουσίας θα πρέπει την ίδια στιγμή να
αναπαράγουν, να εγγυώνται και να διαφυλάσσουν εκείνο ακριβώς το διαχωρισμό που
στο παρελθόν εμπόδισε – στον ένα ή στον άλλο βαθμό – το δημιουργικό διαμοιρασμό
της εξουσίας ανάμεσα στους Κύπριους.
Επιπλέον
η επιδίωξη για «επιβίωση των –σμων»
μέσα από τη λύση του Κυπριακού, δεν προϋποθέτει μόνο την αυτοεπιβεβαίωση τους
μέσα από τους νέους θεσμούς που θα δημιουργηθούν, αλλά επιπλέον επιτάσσει και
την αναπαραγωγή της «απειλής» από «απέναντι». Δηλαδή εκείνης ακριβώς της
«απειλής» που γέννησε στο παρελθόν (αλλά για κάποιους φαίνεται να αναγεννά και
στο παρόν) την ανάγκη για «επιβίωση»… μια επιβίωση εθνικιστικά και διαχωριστικά
προσανατολισμένη. Η ομοσπονδία σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αλλά τελικά και η ό,ποια
μορφή επίλυσης του Κυπριακού, αντιμετωπίζεται κυρίως ως μια «τεχνική πράξη»
συμβιβασμού και συμφωνίας με τον «εθνοτικό άλλο», με τον «εθνικό αντίπαλο» και
τη δυνητική «απειλή» και σίγουρα όχι με τον μελλοντικό συνοδοιπόρο.
Πολιτικοί και ψηφοθηρικοί
αναχρονισμοί…
Βεβαίως,
κάποιος θα μπορούσε να απαντήσει στα πιο πάνω ότι ένα πλειοψηφικό ρεύμα που θα
οδηγήσει στην αποδοχή ενός πιθανού σχεδίου λύσης πρέπει να συμπεριλάβει και τις
«ιστορικές ανησυχίες» της Δεξιάς… Όμως και πάλι αυτή η εργαλειακή προσέγγιση
του ζητήματος μπορεί να αποδειχθεί κοντόφθαλμη, αφού το μεγάλο ζήτημα είναι η
διαλεκτική σχέση μεταξύ της πλειοψηφικής έγκρισης της λύσης και της επόμενης
μέρας. Το ένα μέρος δεν μπορεί να διαχωριστεί εύκολα από το άλλο.
Στο
σημείο αυτό, η θεοποίηση των κυπριακών «–σμων»
έρχεται για να επιβεβαιώσει τους παραμορφωτικούς καθρέφτες όλων αυτών που και
στις δύο κοινότητες, ούτως ή άλλως, δεν επιθυμούν καμιά επανενωτική λύση του
Κυπριακού. Αυτή η θεοποίηση προβάλλει ως μια αυθαίρετη δικαίωση στις
ανυπόστατες «ανησυχίες» που δημιουργεί επίπλαστα μια μερίδα παραγόντων και στις
δύο κοινότητες, η οποία θα καταψηφίσει πιθανό σχέδιο λύσης με ακριβώς το ίδιο
ρητορικό δίλημμα… από την ανάποδη. Για αυτούς τους παράγοντες, η εν λόγω
«επιβίωση» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μη επίλυση του Κυπριακού. Τόσο στην ελληνοκυπριακή,
όσο και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αυτοί οι κύκλοι θεωρούν ότι η άρση της
διχοτόμησης είναι η βάση εξαφάνισης των «-σμων».
Μνημειώδεις, άλλωστε, είναι οι αντιδράσεις και ο παροξυσμός που επικράτησε και
στις δύο κοινότητες στην ιδέα της εκ περιτροπής προεδρίας και της
διασταυρούμενης-σταθμισμένης ψήφου. Δημιουργείται έτσι το σοβαρό ενδεχόμενο, η
όλη συζήτηση για την αναγκαιότητα υπερψήφισης ή απόρριψης ενός ενδεχόμενου
σχεδίου λύσης να εγκλωβιστεί στην αναπαραγωγή των εθνοτικών διαχωρισμών και σε
μια έμμεση κούρσα για τη διασφάλιση μιας αυθαίρετης ερμηνείας τους στις
μελλοντικές – ομοσπονδιακές – δομές εξουσίας. Αυτό με τη σειρά του θολώνει τα
νερά και σε σχέση με τις άλλες, ίσως πιο ουσιαστικές πτυχές, της κυπριακής
ιστορίας και του πολιτικού προβλήματος του τόπου.
Βεβαίως,
η δικοινοτικότητα του κυπριακού κράτους – ομοσπονδιακού ή ενιαίου – είναι ένα
«αναπόδραστο» ιστορικό στοιχείο, το οποίο καμιά λύση δεν μπορεί να παραβλέψει,
αλλά ούτε και να υποτιμήσει. Όμως, η αρχική δημιουργία και η μετέπειτα επιβολή
μιας ανάγκης για «εθνική επιβίωση» (όπως μόνο μια μερίδα ερμηνεύει το «εθνικό»
της επιβίωσης) μέσα από τη λύση, αλλά πολύ περισσότερο η μετατροπή αυτής της
ανάγκης σε κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο που στοχεύει στο να μετατρέψει το ‘Ναι’ σε
πλειοψηφικό, φέρει εξ’ αρχής κενά και αντιθέσεις που προκαλούν φυγόκεντρες και
όχι κεντρομόλες δυναμικές προς την ιδέα μιας κοινής Κύπρου.
…η
επιδίωξη για «επιβίωση των –σμων» μέσα από τη λύση του Κυπριακού, δεν
προϋποθέτει μόνο την αυτοεπιβεβαίωση τους μέσα από τους νέους θεσμούς.. αλλά
επιπλέον επιτάσσει και την αναπαραγωγή της «απειλής» από «απέναντι». Δηλαδή
εκείνης ακριβώς της «απειλής» που γέννησε στο παρελθόν (αλλά για κάποιους
φαίνεται να αναγεννά και στο παρόν) την ανάγκη για «επιβίωση»… μια επιβίωση
εθνικιστικά και διαχωριστικά προσανατολισμένη. Η ομοσπονδία σε ένα τέτοιο
πλαίσιο, αλλά τελικά και η ό,ποια μορφή επίλυσης του Κυπριακού, αντιμετωπίζεται
κυρίως ως μια «τεχνική πράξη» συμβιβασμού και συμφωνίας με τον «εθνοτικό άλλο»,
με τον «εθνικό αντίπαλο» και τη δυνητική «απειλή» και σίγουρα όχι με τον
μελλοντικό συνοδοιπόρο……Βεβαίως, η δικοινοτικότητα του κυπριακού κράτους –
ομοσπονδιακού ή ενιαίου – είναι ένα «αναπόδραστο» ιστορικό στοιχείο.. Όμως, η αρχική
δημιουργία και.. επιβολή μιας ανάγκης για «εθνική επιβίωση»..φέρει εξ’ αρχής
κενά και αντιθέσεις που προκαλούν φυγόκεντρες και όχι κεντρομολες δυναμικές
προς την ιδέα μιας κοινής Κύπρου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου