Οι τρεις πολιτικο-κοινωνικοί πόλοι της ελληνοκυπριακής κοινότητας μπροστά στη λύση
Το
κυπριακό φαίνεται να μπαίνει σε μια νέα διαδικασία λύσης – ή, για να το πούμε πιο σωστά, σε μια νέα προσπάθεια
ολοκλήρωσης της διαδικασίας λύσης. Η προηγούμενη προσπάθεια διακόπηκε με την
εκλογή Έρογλου το 2010 και ακολούθως με την υστερία που κατασκευάστηκε γύρω από
την έκρηξη στο Μαρί – εν μέρει και για να συγκαλυφθούν τα σκάνδαλα των
τραπεζών.
Τον
Αύγουστο που μας πέρασε, το απορριπτικό μέτωπο φάνηκε να εντείνει την κριτική
για την επερχόμενη λύση. Ενθαρρυμένο, ίσως, από τη γενική κριτική για την
κυβέρνηση, αλλά και τα ειρωνικά σχόλια για τη δήλωση Αναστασιάδη για
"Ηνωμένες πολιτείες Κύπρου", φάνηκαν να διεκδικούν ένα ευρύτερο κοινό
πέρα από τη δυσφορία που πλανιέται στο χώρο του ιστορικού απορριπτισμού. Τα
επεισόδια στο μνημόσυνο των Ισαάκ και Σολωμού έδειξαν επίσης ότι η ακροδεξιά θα
προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την περίοδο που έρχεται – αλλά και ότι μερίδα,
τουλάχιστον, του απορριπτικού μετώπου θα προσπαθήσει να τους συγκαλύψει. Τα
κόμματα πάντως και τα mainstream
ΜΜΕ [απορριπτικά ή μη] άσκησαν έντονη κριτική στην εκτράχυνση του δημόσιου
λόγου και των σχετικών συμπεριφορών.
Το
πλεονέκτημα της κυβέρνησης για την ώρα φαίνεται να είναι η στάση του ΑΚΕΛ, που
παρά τη σαφή αντιπολιτευτική του στάση σε άλλα θέματα [ιδιαίτερα στην
οικονομία] τηρεί μια υποστηρικτική στάση στο κυπριακό – ιδιαίτερα καθώς
επιβεβαιώνεται η δική του ιστορική θέση, αλλά και οι διαπραγματεύσεις από την
προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτό φάνηκε πιο καθαρά, καθώς οι διαπραγματεύσεις μπήκαν
στο περιουσιακό, όπου η συζήτηση γίνεται πάνω στα βασικά κριτήρια που
διαμορφώθηκαν στις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ. Και ήδη, ο Ακιντζί ξεκαθάρισε
ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής του πλαισίου για την εκ περιτροπής προεδρία –
άφησε απλώς ανοικτό το ενδεχόμενο
διαφορετικής διάρκειας της θητείας του εκπροσώπου κάθε κοινότητας. Εδώ
αξίζει να σημειωθεί μια κάποια διαφοροποίηση του Πρ. Προδρόμου, ο οποίος σε
άρθρο του στο Φιλελεύθερο προσπάθησε να προβεί σε ένα whitewash της μεταστροφής του από
απορριπτικός το 2004 σε απολογητή της λύσης σήμερα, τελειώνοντας με μια
αρνητική αναφορά στην εκ περιτροπής. Βέβαια, η δυναμική της «καρέκλας» που τον
έφερε πίσω στον ΔΗΣΥ να αποδέχεται αυτά που κάποτε αναθεμάτιζε, είναι ξεκάθαρο
που θα προσμετρήσει θετικά, αν και όταν «φέρει ο φούρνος την πυρά». Ευρύτερα,
είναι σαφές από τα μέχρι στιγμής δεδομένα ότι αρκετοί μέσα στον ΔΗΣΥ δεν έχουν
βρει ακόμα τον τρόπο να μιλούν για τη λύση – λες και νομίζουν ότι θα τρέξουν
άλλοι να στηρίξουν τη λύση και ο ΔΗΣΥ απλώς θα αυτοδικαιολογείται – όπως κάνει
άλλωστε και για την οικονομία, ιδιαίτερα οι απόπειρες του Πρ. Προδρόμου να
μετατοπίσει τις ευθύνες της κυβέρνησης του κόμματός του. Φάνηκε, όμως, και μια
κάθετη γραμμή διαφοροποίησης με το ΑΚΕΛ, το οποίο μέσω του Τ. Τσελεπή
ξεκαθάρισε για πρώτη φορά ότι υπάρχουν όρια στη στήριξη προς τη διαδικασία που
ακολουθεί η κυβέρνηση – με σημείο αναφοράς παραπομπές σε «νατοϊκές εγγυήσεις»
από τον Πολίτη, που φαίνεται να εκφράζει και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί και ο
Π. Πολυβίου, τον οποίο φωτογράφισε η Χαραυγή ως φορέα προώθησης της θέσης για
μετατροπή της Κύπρου σε προτεκτοράτο της Τουρκίας μέσω του ΝΑΤΟ. Η παρέμβαση
του Κασουλίδη την Κυριακή 22/8, μέσω του Φιλελευθέρου, όπου φάνηκε να προσπαθεί
να καθησυχάσει τις ανησυχίες της αριστεράς:
«Στρατοί δεν μπορούν να αποτελέσουν τον
παράγοντα που συνθέτει μια ομαλή συμφωνία μεταξύ των Κυπρίων. Το ίδιο ισχύει
και για τη χρήση στρατιωτικών οργανισμών όπως είναι το ΝΑΤΟ».[1]
Από
την άλλη, η στάση του Αβέρωφ στις 20 του Αυγούστου ήταν εκφραστική των
δυσκολιών της κυβερνητικής παράταξης, αλλά και της τάσης να αποφεύγει την
ευθύνη απέναντι στους οπαδούς της – και να φαίνεται να ελπίζει, κατά το γνωστό
σενάριο με την τρόικα, ότι θα εκβιάσει αποφάσεις την τελευταία στιγμή: ο Αβέρωφ
προσδιόρισε το κόμμα του [ή ίσως τον ίδιο, αν το δει κάποιος σε σχέση με άλλους
μνηστήρες της ηγεσίας της δεξιάς, όπως ο Τορναρίτης ή η Θεοχάρους] ως "ενδιάμεσο" ανάμεσα
σε αυτούς που ωραιοποιούν και αυτούς που είναι αρνητικοί. Ο Αβέρωφ φαίνεται να
προσπαθεί να αποφύγει την εσωτερική ρήξη από την μια και ελπίζει, από την άλλη,
ότι κάποιοι άλλοι θα αναλάβουν την προσπάθεια στήριξης της λύσης – και να
μείνει του ίδιου ο διαμοιρασμός καρεκλών στους διαφωνούντες - όπως έγινε και με
τα ΔΣ τραπεζών και τις χαλαρώσεις στο κεφάλαιο. Όμως, αυτήν τη φορά δεν θα έχει
τον Ν. Παπαδόπουλο μαζί του .
Ευρύτερα είναι σαφές από τα μέχρι στιγμής δεδομένα ότι
αρκετοί μέσα στο ΔΗΣΥ δεν έχουν βρει ακόμα τον τρόπο να μιλούν για τη λύση –
λες και νομίζουν ότι θα τρέξουν άλλοι να στηρίξουν την λύση και ο ΔΗΣΥ απλώς θα
αυτοδικαιολογείται
Δεν υπάρχουν δυο απόψεις
για το κυπριακό: πίσω από το «ναι» ή το «όχι» σε κάθε συγκυρία υπάρχουν
ετερόκλητες δυναμικές που εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς πόλους
Η
συνηθισμένη αντίληψη για το κυπριακό είναι ότι υπάρχουν δύο απόψεις – αυτή που
είναι «απορριπτική» και αυτή που είναι υπέρ της λύσης. Ιστορικά, μπορεί να πει
κάποιος ότι υπέρ της λύσης ήταν η αριστερά [το ΑΚΕΛ και άλλοι χώροι της ευρύτερης
αριστεράς] και μερίδα της δεξιάς που επρόσκειτο στην ηγεσία του κόμματος, ή
ισως και στον Κληρίδη προσωπικά. Αντίθετα το κέντρο και μερίδα της δεξιάς, για
διαφορετικούς λόγους κάθε τάση, συγκαταλέγονταν στους απορριπτικούς. Αυτός ο
διαχωρισμός, ωστόσο, είναι παραπλανητικός. Αυτοί που ψηφίσαν λ.χ. «ναι» το 2004
αποτελούσαν μέρη της αριστεράς και της δεξιάς, αλλά οι σημερινές τους διάφορες
και η πολιτικο-ιδεολογική αντίθεση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, σε σχέση με την
οικονομία, κάνει εκείνη την «συμμαχία» πριν 11 χρόνια να φαντάζει απλώς
συγκυριακή. Ακόμα και αν βρεθούν να ψηφίζουν τα ίδια, οι στόχοι τους θα είναι
πολύ διαφορετικοί.
Η
αριστερά [ή ιδεολόγοι] της αριστεράς που ψήφισαν "ναι" το 2004
θεωρούν πια τους «φιλελευθέρους», όπως ονομάζονταν κάποτε [σήμερα τους
αποκαλούν σαρκαστικά «φιλελέδες» ή απλώς «λελέδες» ως παραπομπή στο ότι
λειτουργούν σαν μαϊντανός νομιμοποίησης της οικονομικής εξουσίας ή της
υποτέλειας/δουλοπρέπειας στο εξωτερικό], ως ανάλογοι των εθνικιστών στα θέματα
της οικονομίας. Εκφράζουν μια ανάλογη, κατά την αριστερά, ιδιοτελή στάση
βολέματος και ένα υστερικό μίσος για τους μη πλούσιους "άλλους" [που
είναι και η πλειοψηφία], και μια ανάλογη με τους εθνικιστές εμμονή στον
αντικομουνισμό. Στο βάθος, οι διαφορές μπορεί να έχουν να κάνουν και με
διαστάσεις της λύσης, αλλά και με την επόμενη μέρα – για την αριστερά, το
κυπριακό είναι θέμα ιστορικό, και ως η παράταξη που αγωνίστηκε για την αποφυγή
του από την δεκαετία του 1950, αλλά και για τη λύση του μετά, θεωρεί τη στάση
μερίδας της δεξιάς καιροσκοπική – με κίνδυνο να δημιουργήσει και πάλι τα ίδια
προβλήματα με το 1960, ακόμα και αν βρεθεί λύση.
Από
την πλευρά των δεξιών υποστηρικτών της λύσης, προβάλλεται η στάση τους στο
2004, ενώ γίνεται μια προσπάθεια ισοπέδωσης των διαφορών που υπήρχαν ως είδος
συγκάλυψης [ή διασποράς] των ευθυνών του ευρύτερου χώρου της δεξιάς που
προκάλεσε και τα δικοινοτικά προβλήματα και την εισβολή με το πραξικόπημα. Η
δικαιολογία των πιο νηφάλιων είναι ότι για να πείσουν μερίδα τουλάχιστον της
δεξιάς να ψηφίσει "ναι", θα πρέπει να τοποθετηθεί το θέμα στα πλαίσια
των δομών ρητορικής της δεξιάς ως «τρόπος υπεράσπισης του ελληνισμού» κοκ.
Ανάλογες
διαφοροποιήσεις υπάρχουν και στο χώρο των «απορριπτικών». Μια μερίδα της άκρας
δεξιάς, αλλά και του κέντρου υιοθετεί ένα μαξιμαλισμό που οδηγεί ντε φάκτο σε
ένα είδος διχοτόμησης – δυο κρατών. Δεν το παραδέχονται, βέβαια, δημόσια, αλλά
είναι και μια λύση χωρίς προοπτική – ακόμα και να μην υπάρξει λύση, τελικά η
τουρκοκυπριακή οντότητα θα ενταχθεί στην Ε.Ε., άρα η διαδικασία επανένωσης από
τα κάτω που ξεκίνησε το 2003, θα συνεχιστεί έτσι και αλλιώς. Μια άλλη πτέρυγα,
όμως, του κέντρου ή των απορριπτικών εστιάζει πολύ περισσότερο στα κεκτημένα
του αγώνα των ελληνοκυπρίων για ανεξαρτησία και αυτονόμηση της κυπριακής δημοκρατίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η στάση του Τάσσου το 2004 θεωρείται ως συνέχεια της
ιστορικής προσπάθειας που ξεκίνησε από το 1960. Παραβλέπει, βέβαια, τη
δικοινοτική διάσταση του θέματος και τη στάση της ελληνοκυπριακής ηγεμονίας την
περίοδο 1964-74, αλλά η προοπτική της δεν είναι κατά ανάγκη αδιέξοδη και ακόμα
και αν χάσει σε εκλογές/δημοψήφισμα θα λειτουργεί ως μηχανισμός πίεσης ή ακόμα
και αμφισβήτησης της ό,ποιας λύσης αν δεν ληφθεί υπό όψιν η ιστορική διάσταση που εκφράζει.
Ο απορριπτικός πόλος: down [διασπασμένο κέντρο,
εκτεθειμένοι πολιτικοί και χωρίς έλεγχο των ΜΜΕ] but not out
Αυτός
ο πόλος που εκπροσωπείται ιστορικά από τα κόμματα του κέντρου κατάφερνε
ιστορικά να κυβερνήσει με τη στήριξη της
αριστεράς, αλλά όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση λόγω προέδρου τον οποίον
εξέλεξε η αριστερά [1988-1993, 2008-2013] ταυτιζόταν με την εθνικιστική πτέρυγα
της δεξιάς. Η βασική του θέση σε σχέση με το κυπριακό είναι η υπεράσπιση της
κυπριακής δημοκρατίας – αν και ουσιαστικά η αντίληψη του για αυτήν την πολιτεία
είναι αποσπασματική και αντιφατική, θεωρώντας την ουσιαστικά σαν
ελληνοκυπριακή, παρά σαν κυπριακή. Αυτή η αμφισημία [υπεράσπιση κυπριακής
αυτονομίας, αλλά και στενά ελληνοκυπριακή οπτική η οποία παράγει ντε φάκτο, ως
συνέπεια, διαχωρισμό] επέτρεπε στο κέντρο να κινείται μεταξύ αριστεράς [στήριξη
κυπριακής αυτονομίας και δημοκρατίας πριν και την περίοδο μετά το 1974] και της
δεξιάς [ελληνικός ή ελληνοκυπριακός εθνικισμός].
Στην
παρούσα συγκυρία, το κέντρο εκτός από την πολυδιάσπαση του [η οποία επικοινωνιακά
λειτουργεί και θετικά, αφού το ίδιο μήνυμα επαναλαμβάνεται πολλαπλά] έχει να
αντιμετωπίσει και ένα είδος εξάντλησης του λόγου του. Η τελευταία σημαντική του
στιγμή ήταν σαφώς το 2004 – όμως το «μακαριακό» 76% ήταν σαφώς παραπλανητικό,
όπως απέδειξαν οι εκλογές του 2008. Ήταν ένα «ΟΧΙ» με πολλές αποχρώσεις και η
σκληρή ελληνοκυπριακή εκδοχή του απορριπτισμού τελικά δεν κατάφερε να περάσει
στο δεύτερο γύρο των εκλογών του 2008. Όμως, οι εκλογές κατέδειξαν το
διαχωρισμό της κοινωνίας σε τρία σχετικά ισόμερη μπλοκ ψηφοφόρων – με ποσοστά
γύρω στο 30-33%.
….μερίδα του κέντρου ακολούθησε μια υστερική
αντί-αριστερή πολιτική με στόχο την παρεμπόδιση της λύσης του κυπριακού. Μια
πρακτική που θύμιζε την περίοδο Βασιλείου. Και η δεξιά προσχώρησε σε αυτό το
κλίμα μετά το Μαρί το 2011. Όμως, το όλο κλίμα συγκάλυπτε ότι ο στόχος δεν ήταν
μόνο η αριστερά, αλλά και η σταδιακή εμφάνιση ενός πιο ήπιου προφίλ στο χώρο
του κέντρου. Η πιο γνωστή θεσμική μορφή αυτής της θέσης ήταν ο Μ. Κυπριανού και
δεν είναι τυχαίο ότι έγινε ένας από τους βασικούς στόχους της επίθεσης μετά το
Μαρί
Την
ακόλουθη περίοδο, όμως, μερίδα του κέντρου ακολούθησε μια υστερική
αντί-αριστερή πολιτική με στόχο την παρεμπόδιση της λύσης του κυπριακού. Μια
πρακτική που θύμιζε την περίοδο Βασιλείου. Και η δεξιά προσχώρησε σε αυτό το
κλίμα μετά το Μαρί το 2011. Όμως, το όλο κλίμα συγκάλυπτε ότι ο στόχος δεν ήταν
μόνο η αριστερά, αλά και η σταδιακή εμφάνιση ενός πιο ήπιου προφίλ στο χώρο του
κέντρου. Η πιο γνωστή θεσμική μορφή αυτής της θέσης ήταν ο Μ. Κυπριανού και δεν
είναι τυχαίο ότι έγινε ένας από τους βασικούς στόχους της επίθεσης μετά το Μαρί.
Η ηγεσία Κάρογιαν στο ΔΗΚΟ αν και κέρδισε τα στοίχημα των βουλευτικών του 2011,
βρέθηκε υπό επίθεση, έχασε την προεδρία της βουλής και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση
από την κυβέρνηση μέσα από την συντονισμένη ομοβροντία των ΜΜΕ. Σε αυτό το
κλίμα, οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις στο χώρο του κέντρου έχουν βαθιές ρίζες.
Οι απορριπτικοί συμπεριφέρθηκαν, ως συνήθως, χωρίς κατανόηση των συνεπειών.
Διευκόλυναν την εκλογή Αναστασιάδη εγκλωβισμένοι στην ίδια την δυναμική της
υστερίας τους. Κατάφεραν, όμως, να κάνουν και επίδειξη δύναμης με το 25% του
Λιλλήκα [που είναι μεν αμφίβολο πόση συνέχεια είχε, αλλά σαν κινητοποίηση ήταν
μια ενδιαφέρουσα «στιγμή»] και ακολούθως να ανακτήσουν τον έλεγχο του ΔΗΚΟ με
την άνοδο του Ν. Παπαδόπουλου στην προεδρία. Όμως, η εξάρτηση τους από την
οικονομική ελίτ τους άφησε βαθιά εξαρτώμενους από τα ΜΜΕ. Και είναι σαφές ότι
μετά από την ταξική αντιπαράθεση που ξεκίνησε από το 2011, η οικονομική ελίτ
γαντζώθηκε από τη δεξιά και για να την συγκαλύψει, αλλά και για να τη βοηθήσει
να φορτώσει όσα βάρη μπορούσε στην υπόλοιπη κοινωνία. Η συμπεριφορά του
αρχιεπίσκοπου είναι χαρακτηριστική – μετά από τόσες και τόσες βαρύγδουπες
δηλώσεις κοκ, τώρα φαίνεται σχεδόν κωμικά πειθήνιος σαν ένα "καλό
παιδί" - εξαρτημένος και υπό εκβιασμό από την κυβέρνηση. Και το ίδιο
ισχύει και για τους καναλάρχες. Τα παλιά μεγαλεία που νόμιζαν ότι αποφάσιζαν
μόνοι τους για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης φαίνεται να πέρασαν
ανεπιστρεπτί, καθώς εκλιπαρούν κυβερνητικές χαλαρώσεις στις υποχρεώσεις τους –
και εκτός από ένα αυξανόμενο κριτικό κοινό έχουν, πια, να αντιμετωπίσουν και
τον ανταγωνισμό από το ίντερνετ. Άρα και η ηγεμονική ρητορική του απορριπτισμού
στα ΜΜΕ είναι υπό αμφιβολία, αφού η χειραγώγηση από τη δεξιά μέσα από τους
«δικούς της», αλλά και τον έλεγχο των έκδοτων θέτει σαφή όρια - στο Μέγα η
εξάρτηση έρχεται μέσω αρχιεπισκόπου, στο Σίγμα το ρόλο της κυβερνητικής
επιτήρησης φαίνεται να τον έχει ο Τσουρούλης, ενώ στο Αντένα ο Παμπορίδης
φαίνεται να σφράγισε και ένα ντηλ Αναστασιάδη-Παπαφιλίππου.
Η
εξάρτηση του κέντρου είναι, επίσης, εκφραστική στην περίπτωση της ΕΔΕΚ – και
ίσως αποκαλυπτική. Ο Λυσσαρίδης τυπικά ή άτυπα φαίνεται να συνεργάστηκε με το
βαθύ παρακράτος της δεξιάς στην περίπτωση του ΣΑΠΑ για να ανατραπεί η ηγεσία
του κόμματος και να αναλάβει μια ομάδα που είναι εξαρτώμενη – η ομάδα πίσω από
την οικογένεια Ευσταθίου φάνηκε πόσο εξαρτώμενη ήταν στην υπόθεση του Ρίκκου,
όταν κατασκεύασε και την αμίμητη ομάδα «δημοκρατικών δικηγόρων» για να τον
στηρίξει με το που άρχισε να αποκαλύπτεται η διαπλοκή την οποία εκπροσωπούσε.
Και είναι σαφές ότι στο εσωτερικό της ΕΔΕΚ οι διαμάχες είναι ανάλογες με αυτές
στο ΔΗΚΟ.
Αυτό,
ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ο απορριπτισμός είναι τελειωμένος. Ο μεγάλος
κερδισμένος, όπως φάνηκε και στις προεδρικές, είναι ο Λιλλήκας - και το μοντέλο
της κινητοποίησης που χρησιμοποίησε είναι ένα πιθανό μοντέλο που ξεφεύγει από
το παραδοσιακό της άμεσης διαπλοκής με τα ΜΜΕ. Κατάφερε να συγκροτήσει ένα
σχήμα με αριστερο-δεξιά σάλτσα, κράτησε αποστάσεις από την υστερία υπέρ της
τρόικα και της συγκάλυψης των τραπεζών το 2012 και μετά, και άρα μπόρεσε και
μπορεί να αρθρώσει ένα λόγο βασισμένο στη στάση του Τάσσου, χωρίς τις
εξόφθαλμες αντιφάσεις του Ν. Παπαδόπουλου. Ωστόσο και ο Παπαδόπουλος ο νεώτερος
έκανε και κάνει προσπάθειες αποστασιοποίησης από την περίοδο της δημόσιας
εξάρτησής του από τον Αβέρωφ – αν και βέβαια τα οικονομικά συμφέροντα [ή και τα
συμφέροντα διορισμών] του ίδιου ή αυτών που προσπαθεί να εκπροσωπήσει, τον
οδηγούν συχνά μετά από μια περίοδο ρητορικών κορόνων να σύρεται σαν δεύτερο
βιολί πίσω από τον ΔΗΣΥ στα οικονομικά. Μαζί με τον Λιλλήκα, ωστόσο,
εκπροσωπούν την τασσική πτέρυγα του απορριπτικού μετώπου – και η οποία φαίνεται
ότι προσπαθεί να συγκροτήσει και μια παρουσία στα ΜΜΕ. Ο Ν. Παπαδόπουλος έχει
σαφώς τα κεφάλαια που του εξασφαλίζουν πρόσβαση σε βασικά ΜΜΕ, όπως ο
Φιλελεύθερος, ενώ τόσο το συγκρότημα ΔΙΑΣ, αλλά και σε πιο ήπια πια, λόγω
εξάρτησης των ιδιοκτητών, τόσο το Μέγα, όσο και ο Αντένα θα προσφέρουν προβολή.
Και το απορριπτικό μέτωπο κινείται και στο χώρο του ίντερνετ – αν κρίνει κανείς
από την προσπάθεια προβολής των θέσεων του ΕΛΑΜ μετά τα επεισόδια στο μνημόσυνο
των δυο νεκρών της Δερύνειας το 1996.
…η ηγεμονική ρητορική του απορριπτισμού στα ΜΜΕ είναι
υπό αμφιβολία αφού η χειραγώγηση από την δεξιά μέσα από τους «δικούς της», αλλά
και τον έλεγχο των έκδοτων θέτει σαφή όρια…
Η δεξιά:
μια δύσκολη μετάβαση με συνεκτική ουσία
τις «καρέκλες» και το ρουσφέτι μπροστά σε φυγόκεντρες δυναμικές κάτω από την
επιφάνεια
Αυτή η παράταξη είναι σήμερα σε εσωτερική ένταση…. Η
βασική συνεκτική ουσία φαίνεται να είναι η εξουσία και η υπόσχεση προνομιακής
αντιμετώπισης – και σε αυτό το πλαίσιο δεν εντάσσονται μόνο τα λαϊκά στρώματα,
αλλά και η αστική τάξη που έχει δεχτεί ένα καίριο πλήγμα από την κρίση και από
το 2013, και μετατρέπεται αυξανόμενα σε πλήρως εξαρτώμενη από το εξωτερικό.
Αν
και η δεξιά από τη δεκαετία του 1940 εκφράζεται με ένα μεγάλο βασικό κόμμα
[ΚΕΚ, Ενιαίο, ΔΗΣΥ] – και μερικές φορές με ένα πιο δεξιό ή ακροδεξιό [ΔΕΚ, Νέοι
Ορίζοντες κλπ], εντούτοις είναι μια παράταξη χωρίς συνεκτική ιδεολογία. Ο
εθνικισμός ήταν, βέβαια, το ηγεμονικό πλαίσιο, αλλά όπως γίνεται αυξανόμενα
ξεκάθαρο αυτό το ιδεολογικό σχήμα είχε εργαλειακή χρήση – οι ανώτερες τάξεις
που συγκροτούσαν την ηγετική ομάδα και χρηματοδοτούσαν το κόμμα, ακολουθούσαν
περισσότερο τα συμφέροντα τους και άρα δεν είχαν και ιδιαίτερα προβλήματα είτε
με την αποικιοκρατία, είτε με ένα νέο-αποικιακό καθεστώς μετέπειτα. Προσκολλήθηκαν
και στο Μακάριο για να τα έχουν καλά με την εξουσία, αλλά θα μπορούσαν να
προσαρμοστούν και σε άλλα καθεστώτα. Ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η όλη πορεία της οικογένειας Χρυσαφίνη
[ που εθεωρείτο εκπρόσωπος των φίλο-βρετανών από την δεκαετία του 1940] της
οποία απόγονος είναι ο Π. Πολυβίου, βασικός δικηγόρος του κεφαλαίου και
οικογενειακά – πέρα από τα δικηγορικά- συνδεδεμένος και τα συμφέροντα της
Τράπεζας Κύπρου. Ο εθνικισμός, σε αυτό το πλαίσιο, ήταν χρήσιμος για να
συσπειρώνουν τα συντηρητικά στρώματα – τόσο για να δημιουργούν ένα είδος
ηγεμονίας για τους ίδιους, όσο και ως αντίπαλο δέος στην αριστερά, την οποία
προσπαθούσαν να εμποδίσουν από του να διαχυθεί περισσότερο στο χώρο των λαϊκών
στρωμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία της δεξιάς μπορούσε να προσφέρει μόνο την
προνομιακή μεταχείριση ως αντίτιμο στην ιδεολογική προσκόλληση στην
εθνικοφροσύνη. Η ΕΟΚΑ μπορεί να βασίστηκε και στη διάχυση της αμφισβήτησης στο
χώρο της νεολαίας της δεξιάς μετά την εμφάνιση της μαζικής αριστεράς τη δεκαετία
του 1940, αλλά εξαγοράστηκε εύκολα στο μετά-αποικιακό πλαίσιο μετά το 1960. Ο
Π. Γιωρκάτζης ήταν ο βασικός εκπρόσωπος αυτής της νοοτροπίας. Ο Κληρίδης που
προσπαθούσε να εκφράσει μια πιο εξευγενισμένη τάση αυτής της αντιφατικής
συνύπαρξης ιδεολογικών αποσπασμάτων και συμφερόντων, συνέχισε την ίδια πρακτική
– ως ηγέτης της δεξιάς επέμενε να συντηρεί τον εθνικισμό, όποτε είχε ανάγκη
συσπείρωσης, ενώ στα κλειστά σαλόνια θεωρούσε τον εθνικισμό ως αιτία του
προβλήματος. Ο Κληρίδης, όπως φάνηκε άλλωστε και στην προεδρία του, η οποία
ήταν γεμάτη σκάνδαλα ρουσφετολογίας ανάμεικτα με εθνικιστικές κορώνες,
αδυνατούσε ή έκανε ότι δεν καταλάβαινε την έννοια των συνεπειών. Βολευόταν,
ουσιαστικά, με το να πιστεύει ότι οι ψηφοφόροι του θα εκβιάζονταν με αποφάσεις που
θα έπαιρνε ο ίδιος. Έζησε για να δει το 2004 πόσο λάθος είχε.
Αυτή
η παράταξη είναι σήμερα σε εσωτερική ένταση, όπως δείχνουν και τα μειωμένα
ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, αλλά πολύ περισσότερο ο βαθύς διχασμός σε καίρια
σημεία – όπως τον Μάρτιο του 2013. Η βασική συνεκτική ουσία φαίνεται να είναι η
εξουσία και η υπόσχεση προνομιακής αντιμετώπισης – και σε αυτό το πλαίσιο δεν
εντάσσονται μόνο τα λαϊκά στρώματα, αλλά και η αστική τάξη που έχει δεχτεί ένα
καίριο πλήγμα από την κρίση και από το 2013, και μετατρέπεται αυξανόμενα σε
πλήρως εξαρτώμενη από το εξωτερικό.
Όμως.
αυτή η επιφανειακή συνοχή είναι επίπλαστη. Η δυσφορία των εργαζομένων αργά ή
γρήγορα θα εμφανιστεί – απλώς το θέμα είναι με ποιά μορφή. Ήδη, η κυβέρνηση, ή
το πολιτικό ένστικτο του ίδιου του Αναστασιάδη ως πολιτικός, προσπαθεί να
αποφύγει την αντιπαράθεση με τις συντεχνίες των δημοσίων υπαλλήλων, και σύντομα
θα πρέπει να το κάνει και για τον ιδιωτικό τομέα. Αλλά βέβαια αυτό στην παρούσα
εποχή θα είναι και δύσκολο, αφού μια μερίδα του κεφαλαίου θεωρεί ότι μόνο με
την πίεση των μισθών μπορεί να βγάζει τα κέρδη που θα ήθελε. Πολιτικοί όπως ο
Αβέρωφ, ο Χ. Γεωργιάδης ή και ο Χάσικος, φαίνονται πια να λειτουργούν με βασικό
άξονα τα συμφέροντα συγκεκριμένων επιχειρηματιών [οικογενειακών φίλων, κουμπάρων]
που θέλουν να εξυπηρετήσουν. Το ζήτημα
εδώ είναι αν ο Αναστασιάδης θα μπορέσει να αποστασιοποιηθεί από αυτές τις
τάσεις στο κόμμα του, όπως δείχνει μερικές φορές να έχει πρόθεση. Αν και και ο
ίδιος, βέβαια, δεν είναι άμοιρος ευθυνών και συμπτωμάτων διαπλοκής.
Επιπρόσθετα,
η δεξιά θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσει και το θέμα της ιδεολογίας και της
ταυτότητάς της. Η περίοδος των διαπραγματεύσεων της ελληνικής αριστερής
κυβέρνησης με την τρόικα ήταν, ήδη, ένα δείγμα των ρηγμάτων, τα οποία θα
διευρύνονται. Είναι λ.χ. άξιον απορίας, αν σε αυτή τη φάση μεγάλες μερίδες της
δεξιάς νοιώθουν ασφάλεια με τη Δύση [όπως θα ήθελαν οι επιχειρηματικοί κύκλοι
και δικηγορικά γραφεία, όπως του Πολυβίου] ή με την ορθόδοξη εικόνα που
προβάλει η σημερινή Ρωσία. Τα ξεσπάσματα του Διονυσίου του Πολίτη [που ίσως και
να εκφράζει δικηγορικά γραφεία, όπως αυτό του Πολυβίου] εναντίον της
συνεργασίας με τη Ρωσία ίσως να είναι εκφραστικά των διαπλεκομένων
οικονομικό-πολιτικών συμφερόντων, που συγκρούονται στο εσωτερικό της δεξιάς.
Όσο για τον "ελληνισμό", ως προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης τείνει,
πια, να γίνει τόσο αντιφατικός - και λόγω της αυξανόμενης διαφοροποίησης από
την Ελλάδα, αλλά και της αναπόφευκτης αποστασιοποίησης από τις ρητορικές της
ΕΟΚΑ κοκ. Ήδη τα γεγονότα στο μνημόσυνο
τον Αύγουστο ήταν εκφραστικά – ίσως και αναμενόμενα.
Η
ασυνάρτητη θέση του ΔΗΣΥ και της κυβέρνησης είναι έκδηλη στην Αγγλική σχολή…η
κατάσταση είναι μάλλον ανάλογη της ασυναρτησίας που οδήγησε στα προβλήματα της
δεκαετίας του 1960. Από την μια η κυβέρνηση διαβεβαιώνει τις πρεσβείες και τους
τουρκοκύπριους ότι θέλει λύση, ενώ έχει διορίσει ένα συμβούλιο το οποίο είναι
όχι απλώς εθνικιστικό, αλλά έντονα μικροπρεπές – μετά από τις αμίμητες
προσπάθειες για αφαίρεση της μόνης μουσουλμανικής αργίας και της άρνησης να
αναβληθεί ο χορός των απόφοιτων για να συμμετέχουν και ότι τουρκοκύπριοι μαθητές/τριες,
το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι το ΔΣ αποφάσισε να απολύσει ένα
υποδιευθυντή με δικαιολογία την επίπληξη μιας καθηγήτριας πριν 2 χρόνια – και με
μάλλον ξεκάθαρη ατζέντα την εκδίωξη του γιατί είναι αριστερός και υποστηρικτής
των τουρκοκύπριων, όπως κατήγγειλε και ο Σ. Ελτζίν. Η φράση του ότι η απόφαση
πάρθηκε με "διαδικασίες Γρίβα" είναι εκφραστική της συνολικής
εικόνας. Η κυβέρνηση φαίνεται αδύναμη.. λειτουργεί με τη ρουσφετολογία και την
εξαγορά ως τρόπο συντήρησης της εξουσίας της, για όσο την παίρνει.
Η
επίπλαστη επιφάνεια του «ευρωπαϊκού» κόμματος στο οποίο συνυπάρχουν ο
Θεμιστοκλέους, ο Κυπριανού, ο Χαμπουλάς, ο Δίπλαρος κοκ, με διακηρύξεις για
ανοχή της διαφορετικότητας και των ευρωπαϊκών θεσμών είναι εμφανώς πια ρευστή.
Όταν προσθέσει κανείς και το γεγονός ότι, σχεδόν όλα τα ηγετικά και
προβαλλόμενα στελέχη έχουν διαπλεκομενα συμφέροντα, συγκρούσεις συμφερόντων
κλπ, μπορεί να πει κάποιος ότι η δεξιά πρέπει να μεταμορφωθεί και η
διαφοροποίηση σε δυο [ή ίσως και περισσότερα] μπλοκ ίσως να είναι πολύ πιθανή.
Το κυπριακό μπορεί να είναι ο καταλύτης, αν προχωρήσει.
Όμως,
ακόμα και αν συσπειρώσει με υποσχέσεις ή επικοινωνιακές εκστρατείες ένα μεγάλο
μερίδιο ψηφοφόρων η νυν ηγεσία, η επόμενη μέρα θα είνα και πάλι δύσκολη.
Δεκαετίες χαμένες για διαφοροποίηση θα έρθουν να ζητήσουν από την κυπριακή
δεξιά τα ρέστα τους. Μπορεί ένα κόμμα που στηρίζεται στον εθνικισμό να στηρίξει
μια ό,ποια λύση; Διότι ο ΔΗΣΥ μέχρι τώρα τρέφεται από τις εθνικιστικές εξάρσεις
και δεν φαίνεται να μπορεί να τις ελέγξει. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα είναι ένας
νέο αντιφατικό μόρφωμα, όπως τον γιωρκατζισμό – και επειδή τώρα δεν θα υπάρχει
η σκιά του Μακαρίου πίσω από την οποία να συγκαλύπτεται [και στον οποίο να μεταφέρει τις αντιφάσεις
της], η δεξιά θα είναι όλο και πιο εκτεθειμένη ως παράταξη σκανδάλων,
ασυνέπειας λόγων και έργων, διαπλοκής και ξεπουλημάτων των συμφερόντων της
πλειοψηφίας. Ειρωνικά, η καλύτερη γραμμή επίθεσης των απορριπτικών είναι η ίδια
η κυβέρνηση και τα έργα της – και η αδυναμία τους είναι ότι την στήριξαν.
Η
ασυνάρτητη θέση του ΔΗΣΥ και της κυβέρνησης είναι έκδηλη στην Αγγλική Σχολή, η
οποία λειτουργεί ως δικοινοτικό σχολείο από το 2004 - και η κυβέρνηση διορίζει
το ΔΣ. Αν δει κανείς αυτό το παράδειγμα ως
ενδεικτικό η κατάσταση είναι μάλλον ανάλογη της ασυναρτησίας που οδήγησε στα
προβλήματα της δεκαετίας του 1960. Από την μια η κυβέρνηση διαβεβαιώνει τις
πρεσβείες και τους τουρκοκύπριους ότι θέλει λύση, ενώ έχει διορίσει ένα
συμβούλιο, το οποίο είναι όχι απλώς εθνικιστικό αλλά έντονα μικροπρεπές – μετά
από τις αμίμητες προσπάθειες για αφαίρεση της μόνης μουσουλμανικής αργίας και
της άρνησης να αναβληθεί ο χορός των απόφοιτων για να συμμετέχουν και ότι τουρκοκύπριοι
μαθητές/τριες, το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η πληροφορία ότι το ΔΣ αποφάσισε να
απολύσει ένα υποδιευθυντή με δικαιολογία την επίπληξη μιας καθηγήτριας πριν 2
χρόνια – και με μάλλον ξεκάθαρη ατζέντα την εκδίωξή του γιατί είναι αριστερός
και υποστηρικτής των τουρκοκύπριων, όπως κατήγγειλε και ο Σ. Ελτζίν ο οποίος
είναι μέλος του ΔΣ του σχολείου. Η φράση του ότι η απόφαση λήφθηκε με
"διαδικασίες Γρίβα" είναι εκφραστική της συνολικής εικόνας. Η
κυβέρνηση φαίνεται αδύναμη να προχωρήσει σε λύση και λειτουργεί με τη
ρουσφετολογία και την εξαγορά ως τρόπο συντήρησης της εξουσίας της, για όσο την
παίρνει. Αυτό το πλαίσιο, όμως, δεν μπορεί να στηρίξει ούτε λύση, ούτε να
προωθήσει ένα σχετικό κλίμα.
Αν
ο Αναστασιάδης καταφέρει να δημιουργήσει ένα δικό του πόλο σε αυτό τον αχταρμά
που τον περιβάλει, απομένει να φανεί. Η επίσκεψή του στη Ρωσία ήταν και μια σχετική κίνηση αυτονόμησης από τα
κυκλώματα συμφερόντων που τον περιβάλουν.
Η αριστερά: η ιστορική
δικαίωση και η δυσκολία συνεργασίας με τους σκελετούς του παρελθόντος που
κουβαλά η δεξιά στο ντουλάπι της
Η
αριστερά ιστορικά εκφράζεται από ένα βασικό κόμμα, αν και αριστερογενείς ή
φιλικοί προς την αριστερά ψηφοφόροι υπάρχουν και στα κόμματα του κέντρου, όπως
φαίνεται και στις προεδρικές εκλογές. Όσον αφορά στο κυπριακό, η αριστερά
βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού συστήματος και αποτελεί τη μόνη δύναμη η
οποία έχει συνοχή στο λόγο και στην πράξη – και στην οποία μπορεί να βασιστεί
κάποιος για να υποστηριχθεί η λύση μετά από επικυρωση της μέσω δημοψήφισματος,
αλλά και για να μεταφέρει την πλειοψηφία την ψηφοφόρων της υπέρ της λύσης στην
κάλπη. Και πέρα από την πλειοψηφία στο δημοψήφισμα υπάρχει και το θέμα της
μαζικότητας κάτι που μπορεί να δώσει προβάδισμα – και ψυχολογικό, αλλά και
δυναμικής. Το γεγονός, όμως, ότι η αριστερά έχει φιλικές δεξαμενές ψήφων στο
κέντρο κάνει την πρακτική της πιο δύσκολη. Το θέμα δεν είναι απλώς η προσέλκυση
αυτών των ψηφοφόρων στην αριστερά, αλλά ίσως και το ανάποδο – πώς θα διατηρηθεί
η συνοχή της αριστεράς μπροστά στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη δεξιά σε λύση.
Η ιστορική αριστερά έχει βέβαια σαν πλεονέκτημα, αυτήν
την φορά, την αντιφατική και ασυνάρτητη στάση μερίδας των απορριπτικών του
κέντρου απέναντι στην τρόικα και την δεξιά σε θέματα οικονομίας …Η πρώτη κίνηση
για συνεργασία με την δεξιά με στόχο την λύση του κυπριακού έγινε στα μέσα της
δεκαετίας του 1980 οδήγησε σε διαρροή ψηφοφόρων προς το κέντρο στις βουλευτικές
του 1986. Τότε, το επιχείρημα του κέντρου ήταν ότι η αριστερά θα συνεργαζόταν
με τους μέχρι πρόσφατα πραξικοπηματίες. Παρά την απώλεια, το ΑΚΕΛ κατάφερε να
ανασυνταχτεί, και να επαναπατρίσει τους ψηφοφόρους του, και να κερδίσει τις
προεδρικές του 1988 με τον Βασιλείου που συνέχισε την προσέγγιση με την
μετριοπαθή μερίδα της δεξιάς με στόχο της λύση. Τελικά, 6 μήνες πριν τις
προεδρικές του 1993, ο Κληρίδης μετατράπηκε σε απορριπτικό και ο ΔΗΣΥ αγάπησε
τον Σπύρο Κυπριανού τον οποίο έβριζε για χρόνια. Ένα ανάλογο σενάριο
εμφανίστηκε και μετά το 2004. Το ΑΚΕΛ φάνηκε διχασμένο για την απόφαση στο
δημοψήφισμα – τελικά η ηγεσία παρά τις προθέσεις της για ψήφο υπέρ του ‘ναι’,
κατάληξε στο «μαλακό όχι». Την μετέπειτα περίοδο, η αριστερά έγινε στόχος μιας
επίθεσης φίλιας από τον ΔΗΣΥ και τις εφημερίδες του, όπως τον Πολίτη – για να
αντιμετωπίσει και πάλι τη στροφή των 180ο μοιρών το 2011 με το Μαρί.
Η εξουσία είναι πάντα το κεντρικό σημείο αναφοράς της δεξιάς.
Όσον
αφορά στο κυπριακό, η αριστερά βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικού συστήματος
και αποτελεί τη μόνη δύναμη η οποία έχει συνοχή στο λόγο και στην πράξη – και
στην οποία μπορεί να βασιστεί κάποιος για να υποστηριχθεί η λύση μετά από
επικυρωση της μέσω δημοψήφισματος, αλλά και για να μεταφέρει την πλειοψηφία την
ψηφοφόρων της υπέρ της λύσης στην κάλπη. Και πέρα από την πλειοψηφία στο
δημοψήφισμα υπάρχει και το θέμα της μαζικότητας κάτι που μπορεί να δώσει
προβάδισμα – και ψυχολογικό, αλλά και δυναμικής. Το γεγονός, όμως, ότι η
αριστερά έχει φιλικές δεξαμενές ψήφων στο κέντρο κάνει την πρακτική της πιο
δύσκολη. Το θέμα δεν είναι απλώς η προσέλκυση αυτών των ψηφοφόρων στην
αριστερά, αλλά ίσως και το ανάποδο – πώς θα διατηρηθεί η συνοχή της ευρύτερης αριστεράς
μπροστά στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη δεξιά σε λύση. Η ιστορική αριστερά
έχει βέβαια σαν πλεονέκτημα, αυτήν την φορά, την αντιφατική και ασυνάρτητη
στάση μερίδας των απορριπτικών του κέντρου απέναντι στην τρόικα και την δεξιά
σε θέματα οικονομίας …
Οι
εμπειρίες της προηγούμενης περιόδου και ιδιαίτερα της αριστερής προεδρίας θα
είναι καθοριστικές για τις πολιτικές τις αριστεράς στο μέλλον. Ήδη, πέρα από
τον κεντροαριστερό χώρο υπάρχει και ένας ευρύτερος χώρος τόσο της εξωθεσμικής
αριστεράς, όσο και άλλων που μπορεί να προσδιοριστεί ως ευρύτερη αριστερά – και
η οποία μπορεί να εκφράσει και στο παρόν και στο μέλλον τις τάσεις που
διαμορφώνονται [ως ανάγκες ή και ως δυναμικές] και στην Κύπρο και στον περίγυρο
της - και τον ευρωπαϊκό και όχι μόνο. Και είναι σαφές ότι υπάρχει μια έντονη
κινητικότητα της εξωθεσμικής αριστεράς για το κυπριακό – ως ένα είδος
οικοδόμησης της επανένωσης από τα κάτω και ντε φάκτο. Αυτή η αριστερά δεν
καθορίστηκε μόνο από τους αγώνες της για το κυπριακό μπροστά στις υστερικές
επιθέσεις της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, αλλά και από την στάση τους απέναντι στην
οικονομική κρίση – την ανίχνευση των αιτιών, αλλά και τις διαμάχες για το είδος
των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν. Και ανάλογες τάσεις υπάρχουν και στην
τουρκοκυπριακή αριστερά. Το ότι κάποιοι πολέμησαν τη λήψη μέτρων για φορολόγηση
του πλούτου [μέτρα που λήφθηκαν τελικά στο μνημόνιο - όπως ο εταιρικός φόρος- ή
άλλα με έμφαση στην υπόλοιπη κοινωνία που κλήθηκε να πληρώσει τις ζημιές των
τραπεζών] και οδήγησαν τη χώρα στην κρίση για να συγκαλύψουν τις τράπεζες, θα
μείνει ως ιστορικό σημείο αναφοράς στις κυπριακές ταξικές σχέσεις. Εδώ, σαφώς,
το κέντρο, με εξαίρεση τον Λιλλήκα και μερίδα της ΕΔΕΚ έχασε το παιχνίδι, καθώς
βρέθηκε να είναι απολογητές των τραπεζιτών και της τρόικα. Όμως, το βαθύτερο
ρήγμα που μάλλον θα μείνει αγεφύρωτο για χρόνια θα είναι με την νεοφιλελεύθερη
πτέρυγα του ΔΗΣΥ που αποκάλυψε ένα υστερικό πρόσωπο ανάλογα της εθνικιστικής
ακροδεξιάς – και αυτό αφορά και την εφημερίδα απολογητή των τραπεζών και της
διαπλοκής, τον Πολίτη, όσο και ανάλογους απολογητές σε άλλα μεσα.
Η
αριστερά θα δικαιωθεί αναπόφευκτα στο κυπριακό [αλλά και στην οικονομία] αν και
είναι ακόμα σε μειονεκτική θέση όσον αφορά στα ΜΜΕ. Απλώς έχουν σταματήσει οι
επιθέσεις εναντίον της, εν μέρει διότι είχε καταντήσει κωμικό το σενάριο
«φταίει ο Χριστόφιας», αλλά και γιατί έχει και πάλι την ανάγκη της αριστεράς η
δεξιά – και για το κυπριακό και μπροστά στην απομόνωση που αντικρίζει στο
μέλλον με δεδομένες τις εσωτερικές φυγόκεντρες τάσεις. Και τα ίδια τα ΜΜΕ, τα
οποία εμπιστεύονταν στο παρελθόν, οι αριστεροί αναγνώστες/ακροατές/θεατές
νοιώθουν πλέον την σκιά της αμφιβολίας για την φερεγγυότητα τους.
Όμως,
σε αυτό το πλαίσιο, μια μερίδα από τις μάζες της αριστεράς θα είναι επιρρεπης
σε ένα έντονο αντί-δεξιό λόγο που θα αρθρωθεί και πάλι από το κέντρο ως μορφή
εναντίωσης στη λύση. Ήδη, η νέα εβδομαδιαία εφημερίδα που κινείται στο χώρο της
αριστεράς, η "Κύπρος", το έθεσε με σαφήνεια «θέλουμε λύση, αλλά
ό,ποια λύση;». Σαφώς, η πλειοψηφία της αριστεράς θα στηρίξει τη λύση, αν
βασίζεται στις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ. Όμως, η μεταστροφή πολλών προς την
αποχή ή ακόμα και το ‘όχι’ θα είναι πιθανότητα, αν η λύση περιλαμβάνει ρήτρες που
θα είναι νέο-αποικιακές [παραγνωρίζοντας τους ιστορικούς αγώνες της κυπριακής
κοινωνίας για ανεξαρτησία μετά το 1960] όπως τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ στις
εγγυήσεις [αντί εγγυήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας λ.χ.].
Και τώρα, τί;
Με
βάση τα πιο πάνω δεδομένα οι συγκλίσεις που θα χρειαστούν για την έγκριση μιας
ενδεχόμενης λύση, θα χρειαστεί να έχουν μια σταθερότητα με φόντο τόσο στο
παρελθόν, όσο και στο μέλλον. Οι συγκυριακές πλειοψηφίες των ΜΜΕ δεν θα έχουν
μεγάλη χρησιμότητα, αν κωδικοποιηθούν ως επιβολή και συνομωσία – θα
δημιουργήσουν ένα πλαίσιο απονομιμοποίησης από την αρχή. Και χωρίς μια
χαρισματική [αλλά και ιστορικά ενδιάμεση ανάμεσα στο παραδοσιακό και το
μοντέρνο] φιγούρα, όπως του Μακαρίου να αναλάβει την μεταμόρφωση – όπως έγινε
το 1960 από την αποτυχία της ΕΟΚΑ σε επιτυχία της ανεξαρτησίας. Και η ό,ποια
λύση θα χρειαστεί από την αρχή, όχι απλώς κόλπα για να ξεγελαστούν οι πολίτες
να την ψηφίσουν, αλλά βαθιά κίνητρα να την στηρίξουν, καθώς τα βήματα που θα
ακολουθήσουν, θα χρειαστούν δυναμική στήριξη και όχι απλώς εξαγορές ατόμων.
Η
λύση έχει στα υπέρ της την υπόγεια διαδικασία επανένωσης που ξεκίνησε με το
άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 και την μεγάλη ανοικτή [έστω και με υστερίες]
συζήτηση που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε την περίοδο 2009-11. Τώρα, η κοινωνία
είναι μπροστά σε ένα ιστορικό βήμα, έχοντας ως κίνητρο και την χρήση του
φυσικού αερίου. Αλλά η λύση για να συσπειρώσει θετικά και να είναι inclusive πρέπει να προσφέρει και
ένα όραμα για την Κύπρο ως ενεργό υποκείμενο που μπορεί να είναι και πρότυπο
στην περιοχή – αντί να βασίζεται στον εκβιασμό μιας συγκυριακής ψηφοφορίας που
θα ενισχύσει τις προοπτικές της απονομιμοποίησης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου