Ιστορίες ερευνών και εργασιών θυγατέρων: η έρευνα για την Γιωρκάτζη και η έρευνα για το γραφείο Αναστασιάδη για τους δικηγόρους της Ryannair
Τη
βδομάδα που μας πέρασε, έκαναν την
εμφάνισή τους δύο υποθέσεις που άλλοτε κτυπούσαν καμπανάκια στα πρωτοσέλιδα,
αλλά αυτή τη φορά πέρασαν στο ψιλο-ντούκου. Η μια είχε να κάνει με την έρευνα
του Παγκύπριου δικηγορικού Συλλόγου και του Πειθαρχικού του Συμβουλίου για τους
δικηγόρους του γραφείου «Νίκος Χρ. Αναστασιάδης και συνέταιροι», που εμπλάκηκαν
στο θέμα της πώλησης των Κυπριακών Αερογραμμών στην Ryanair με άλλα ονόματα. Η
άλλη υπόθεση ήταν αυτή της έκθεσης της κοινοβουλευτικής επιτροπής θεσμών για το συμβόλαιο της διοικητού της Κεντρικής
Τράπεζας, Χρυστάλλας Γιωρκάτζη. Και στις δύο περιπτώσεις, τα νέα καλύφθηκαν με
ένα δημοσίευμα μόνο, ουσιαστικά, για την κάθε μια.
Έρευνα Πειθαρχικού
Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου για την εμπλοκή (ή όχι) του δικηγορικού
γραφείου «Νίκος Χρ. Αναστασιάδης και συνεταίροι», στην υπόθεση εξαγοράς των
Κυπριακών Αερογραμμών από τη Ryanair
Το
θέμα εμφανίστηκε το τέλος Νοεμβρίου του 2014, όταν σε συζήτηση στη βουλή
αποκαλύφθηκε από έγγραφα της KPMG ότι το δικηγορικό γραφείο που φέρει το όνομα
του προέδρου της δημοκρατίας όπου και εργάζονται οι θυγατέρες του, οι οποίες
είναι και βασικοί μέτοχοι με 50%, εκπροσωπούσε την αεροπορική εταιρεία Ryanair,
ενώ πραγματοποιούνταν συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και της εν λόγω εταιρείας
για την πώληση των Κυπριακών Αερογραμμών. Στις 27 Νοεμβρίου 20014, η εφημερίδα
Φιλελεύθερος είχε αποκαλύψει και τα σχετικά έγγραφα της KPMG. [1]
Τότε, το θέμα πήρε διαστάσεις όσον αφορά θέματα δεοντολογίας και σύγκρουσης
συμφερόντων για τους κρατικούς αξιωματούχους γενικότερα και ως είθισται άρχισαν
οι έρευνες. Πριν κοπάσει ο σάλος, ήρθε η έρευνα του Γενικού Ελεγκτή για το θέμα,
που δημοσιεύθηκε στις 26 Ιανουαρίου, σύμφωνα με την οποία η Ryanair
επροσωπήθηκε σε συνάντηση με τη διαπραγματευτική ομάδα του κράτους για την
πιθανή πώληση των Κυπριακών Αερογραμμών, από δικηγόρους του γραφείου «Νίκος Χρ.
Αναστασιάδης και συνεταίροι». Οι δύο δικηγόροι παρουσιάστηκαν στη συνάντηση και
με άλλα ονόματα και ως δικηγόροι άλλου δικηγορικού γραφείου.
Σε
δήλωσή του το δικηγορικό γραφείο «Νίκος Χρ. Αναστασιάδης και συνεταίροι», ο κ.
Φάνος Φιλίππου, εκ των διευθυνόντων συνεταίρων, χαρακτήρισε την όλη κατάσταση
ως αβάσιμους ισχυρισμούς και εσκεμμένες διαστρεβλώσεις και ταυτόχρονα δήλωνε ότι
αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την αποδοχή εκπροσώπησης της εταιρείας
Ryanair.
«Ως ένας εκ των
διευθυνόντων Συνεταίρων, αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη για την αποδοχή
εκπροσώπησης της Εταιρείας Ryan Air αφού κατά την κρίση μου οι νομικές
συμβουλές που καλούμαστε να δώσουμε δεν εμπεριείχαν στοιχεία που θα προσέβαλαν
θέματα ηθικής δεοντολογίας και συνεπώς παραβίαση όσων είχαν συμφωνηθεί με τις
οδηγίες τους Προέδρου της Δημοκρατίας ως ανωτέρω αναφέρεται. Να σημειωθεί ότι η
αποδοχή εκπροσώπησης έλαβε χώρα στις 21/9/2014»
Το
θέμα, τελικά, παραπέμφθηκε στον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και στο Πειθαρχικό
του Συμβούλιο για να ερευνήσει τους εμπλεκόμενους δικηγόρους.
Η
υπόθεση έμοιαζε να ξεχάστηκε, μέχρι την περασμένη Παρασκευή, 29 Μαΐου, όταν
δημοσίευμα στο sigmalive αναφερόταν σε νέο αλαλούμ για την έρευνα και ενημέρωνε
για την ολοκλήρωση τς έρευνας του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου εν μέσω
αντιδράσεων και αμφισβητήσεων.[2]
Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι το
Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου που τηρεί σιγή ιχθύος
για το θέμα, έδωσε παράταση μιας βδομάδας για τη διερεύνηση κάτι το οποίο
θεωρήθηκε ως σκοπιμότητα, ενώ οι πληροφορίες για την είδηση μιλούσαν και για
την απουσία ενός βασικού στοιχείου «που
αφορά σε ανακοίνωση του δικηγορικού γραφείου «Νίκος Χρ. Αναστασιάδης και συνεταίροι»,
στην οποία, ο εκ των Διευθυνόντων συνεταίρων του γραφείου Φάνος Φιλίππου,
αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την αποδοχή εκπροσώπησης της Ryan Air».
Και
ενώ η τάτσα έμεινε κατά τη ρήση του Αβέρωφ Νεοφύτου, όπως γράφαμε τότε[3],
το θέμα επανέρχεται, μιας και η έρευνα από πλευράς του Παγκύπριου Δικηγορικού
Συλλόγου αφορούσε όχι μόνο στη διάπραξη πειθαρχικών, αλλά ποινικών αδικημάτων.
Τώρα ποιά τροπή θα πάρει, θα φανεί σε μερικές μέρες που με κάποιο τρόπο κάτι
σχετικό θα πρέπει να δημοσιοποιηθεί, αν όχι ολόκληρο το σχετικό πόρισμα του
Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού αφορά σε ένα θέμα το οποίο εξακολουθεί να
ερευνάται, αυτό των Κυπριακών Αερογραμμών που εξετάζεται από κοινοβουλευτικές
επιτροπές, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι άσχετο με το άλλο θέμα, αυτό της κ.
Γιωρκάτζη και των συμβολαίων της, το οποίο επίσης εξετάζεται στη βουλή και
αναμένεται μάλιστα να συζητηθεί στην ολομέλεια του σώματος.
Το συμβόλαιο της Χρυστάλλας
Γιωρκάτζη και τα συμπεράσματα της Βουλής
Μια
μέρα προηγουμένως, στις 28 Μαΐου, είχαν δημοσιευθεί στο Φιλελεύθερο τα
συμπεράσματα της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών που διερευνούσε το θέμα του
συμβολαίου της Διοικητού της Κεντρικής Τράπεζας, Χρυστάλλας Γιωρκάτζη για την
υπόνοια της αλλαγής των όρων εργοδότησής της και τη σύγκρουση συμφερόντων με το
δικηγορικό γραφείο του πρώην συζύγου της, κ. Ανδρρέας Γιωρκάτζη, στο οποίο
εργαζόταν και η κόρη της εκπροσωπόντας σε διάφορες υποθέσεις τον Ανδρέα
Βγενόπουλο.
Η
έκθεση, το προσχέδιο της οποίας να σημειώσουμε ότι χαρακτηρίστηκε απόρρητο –
τουλάχιστον στο παρόν στάδιο – αφορά στα ευρήματα της κοινοβουλευτικής επιτροπής
και τιτλοφορείται «Ο κίνδυνος που
ενδεχομένως να ελλοχεύει για την πορεία των ερευνών που αφορούν στα αίτια που
οδήγησαν την κυπριακή οικονομία στη σημερινή κατάσταση, εξαιτίας της σχέσης της
Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με τους νομικούς συμβούλους που
ανέλαβαν την εκπροσώπηση προσώπων που πιθανό να εμπλέκονται στις υπό αναφορά
έρευνες» , αναμένεται να συζητηθεί σε τελική μορφή σε συνεδρία της
ολομέλειας της Βουλής στις 5 Ιουνίου.
Όπως
αναφέρεται στο δημοσίευμα, τα ευρήματα των βουλευτών[4]
είναι 19 και είναι τα ακόλουθα:
«Τα ευρήματα των
βουλευτών:
1. Η επιτροπή διαμόρφωσε τη θέση ότι το θέμα που εξετάζεται δεν αποτελεί απλουστευμένη εφαρμογή ή υπακοή στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, αλλά ανάγεται στη σφαίρα της ηθικής και της δεοντολογίας των κρατικών αξιωματούχων και ιδίως των θεσμών της Δημοκρατίας, οι οποίοι αναμένεται να κατέχουν τα πιο πάνω χαρακτηριστικά στον υπέρτατο βαθμό, ώστε να αποτελούν παράδειγμα και για τους άλλους.
2. Η επιτροπή υιοθετεί τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν δεδομένα συγγένειας και μάλιστα του στενότερου δυνατού βαθμού, οι εκπροσωπούντες τους θεσμούς πρέπει να άγονται στο ύψος των περιστάσεων. Επίσης, υπογραμμίζει ότι το θέμα δεν αφορά στην επαγγελματική δραστηριότητα του οποιουδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, αλλά ενός αξιωματούχου με καθήκοντα υψηλής ευθύνης.
3. Η επιτροπή εκφράζει την τεράστια έντονη ανησυχία της αναφορικά με τη δυστοκία που υπάρχει σε διάφορα επίπεδα όσον αφορά στην εξασφάλιση μαρτυρικού υλικού, αλλά ιδιαίτερα εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας η οποία αποτελεί τον θεσμό που εποπτεύει τις εμπορικές τράπεζες.
4. Η επιτροπή υπογραμμίζει την έντονη απαρέσκειά της ότι, παρά τις πολύωρες συνεδριάσεις, δεν κατέστη εφικτό να ικανοποιηθεί πλήρως ότι τα όσα τέθηκαν ενώπιόν της αποτελούν την αποκρυστάλλωση ακριβούς εικόνας των πραγματικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε σχέση με το όλο θέμα.
5. Επίσης, η επιτροπή καταγράφει και παράλληλα υπογραμμίζει την έντονη απαρέσκειά της για τον ισχυρισμό της Διοικητή ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ενήμερος αναφορικά με τη διαμόρφωση των όρων υπηρεσίας της στο στάδιο του διορισμού της και για όλα όσα ειπώθηκαν για το έγγραφο διορισμού της, τόσο ως προς τους όρους εργοδότησης όσο και για τις μηνιαίες απολαβές.
6. Η επιτροπή διατυπώνει τη θέση ότι οι πολίτες αναμένουν τουλάχιστον από κορυφαίους θεσμούς της Δημοκρατίας να επιδεικνύουν ειλικρίνεια, παραδοχή των σφαλμάτων και οπωσδήποτε, ανάληψη των ευθυνών τους.
7. Η επιτροπή επιθυμεί να τονίσει συναφώς ότι επειδή οι σχέσεις κυβέρνησης και Διοικήτριας δεν ήταν πάντα αγαστές, έπρεπε να επιδειχθεί στο συγκεκριμένο θέμα μεγαλύτερη επιμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαστάσεις του θέματος και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
8. Η επιτροπή ανέμενε ειδικότερα από την Ελεγκτική Υπηρεσία, να ζητήσει διευκρινίσεις για τους λόγους που έγιναν διαφοροποιήσεις στο συμβόλαιο σε σχέση με τους αντίστοιχους όρους των προκατόχων της διοικήτριας.
9. Η επιτροπή δεν έχει πεισθεί ότι η επέμβαση στον όρο εργοδότησης υπ’ αριθμόν 7, έγινε για σκοπούς διόρθωσής του βάσει της νομοθεσίας της Κεντρικής.
10. Η επιτροπή κρίνει ότι απαιτούνται αποφασιστικές και άμεσες τομές στις διαδικασίες που ακολουθούνται στο Προεδρικό Μέγαρο, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη φαινομένων όπως αυτά που παρατηρήθηκαν στην υπό εξέταση περίπτωση.
11. Η επιτροπή πιστεύει ότι ο τότε συνεργάτης του Προέδρου της Δημοκρατίας, Μ.Δρουσιώτης, δεν ήταν ο αρμόδιος, αλλά ούτε και κατάλληλος, για να επιληφθεί οποιωνδήποτε διαδικασιών που αφορούσαν στους όρους εργοδότησης της Διοικήτριας και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να χειριστεί το όλο θέμα.
12. Η επιτροπή παρατηρεί ότι δεν κατέστη εφικτό να δοθεί ερμηνεία ούτε και πειστική απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε αναφορικά με τους λόγους που η κ. Γιωρκάτζη απευθύνθηκε στον κ. Μ.Δρουσιώτη για την προώθηση της υπογραφής του συμβολαίου.
13. Η επιτροπή εκφράζει τον προβληματισμό της ως προς το κατά πόσο θεωρείται θεμιτό το αποτέλεσμα των αποφάσεων της Αρχής Εξυγίανσης, οι οποίες λαμβάνονται στην απουσία της Διοικητή.
14. Η Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας για να προστατεύσει τον θεσμό που εκπροσωπεί θα έπρεπε να αποτρέψει εκ προοιμίου συγγενικό της πρόσωπο να ασχοληθεί με τα συγκεκριμένα θέματα, που ήταν ενδεχόμενο να δημιουργήσουν σύγκρουση συμφερόντων.
15. Η επιτροπή εκφράζει την τεράστια ανησυχία της αναφορικά με τις πληροφορίες που περιήλθαν στην αντίληψη των μελών της περί απόσυρσης της δικαστικής αγωγής της πρώην Λαϊκής Τράπεζας εναντίον προσώπων, από την οποία έχει διαταχθεί το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας. Αλλά και των όσων αφέθηκαν να νοηθούν για το θέμα αυτό από τη Διοικήτρια ενώπιον της επιτροπής ότι ουσιαστικά δεν προκρίνει τη συνέχιση αυτής της αγωγής. Κατ’ επέκταση, η επιτροπή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι κάτι τέτοιο ενδεχομένως να οδηγήσει σε νέα οδυνηρά μέτρα εις βάρος των Κυπρίων πολιτών.
16. Η επιτροπή κρίνει ότι αποτελεί αδήριτη ανάγκη για τη Δημοκρατία να θεσμοθετηθούν συγκεκριμένες διαδικασίες και κανόνες, βάσει των οποίων να συντάσσονται έγγραφα/συμβόλαια και να υπόκεινται τουλάχιστον της ανάλογης νομικής και νομοτεχνικής επεξεργασίας από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Η επιτροπή προτρέπει τις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες όπως μελετήσουν το όλο θέμα και, αφού συγκεντρώσουν όλες τις περιπτώσεις που υφίστανται τέτοιου είδους διαδικασίες, να προχωρήσουν στον καταρτισμό ενός δεσμευτικού κώδικα ή/και νομοθετικών διατάξεων για τη ρύθμιση του όλου θέματος.
17. Η επιτροπή θεωρεί ότι προκύπτει θέμα προς διερεύνηση από τους αρμοδίους σε σχέση με τις αναφορές και τους υπαινιγμούς της Διοικήτριας ότι γίνεται προσπάθεια εκφοβισμού της ίδιας, αλλά και παρέμβασης στο έργο της.
18. Η επιτροπή διαπιστώνει το νομοθετικό κενό που προκύπτει σε σχέση με τις διατάξεις της εθνικής έννομης τάξης αναφορικά με το ασυμβίβαστο προς την άσκηση των καθηκόντων των κρατικών και άλλων αξιωματούχων στη Δημοκρατία.
19. Η επιτροπή κρίνει ότι η Πολιτεία, διά των αρμοδίων αξιωματούχων της, θα έπρεπε να επιληφθεί του όλου θέματος για σκοπούς αποκατάστασης της αλήθειας, που έχει αναμφισβήτητα για άλλη μια φορά κλονίσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς.”
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας
το προσχέδιο της έκθεσης αναφέρει, επίσης, ότι:
-
Η επιτροπή διατυπώνει την έντονη ανησυχία της αναφορικά με τις σχέσεις
και το βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ της Διοικητού και του Προέδρου της
Δημοκρατίας, μετά τα όσα περιήλθαν στην αντίληψή της κατά την εξέταση του θέματος. Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις τριβές
που παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια μεταξύ των δύο πιο πάνω αναφερθέντων
θεσμών της Δημοκρατίας και τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ως απόρροια αυτών,
αλλά και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η κυπριακή οικονομία. Η επιτροπή επιθυμεί να τονίσει συναφώς ότι
επειδή οι σχέσεις κυβέρνησης και της Διοικητού της Κεντρικής Τράπεζας της
Κύπρου δεν ήταν πάντα αγαστές, έπρεπε να επιδειχθεί στο συγκεκριμένο θέμα
μεγαλύτερη επιμέλεια, λαμβάνοντας υπόψη και τις διαστάσεις του θέματος και σε
ευρωπαϊκό επίπεδο.
-
Η επιτροπή έχει την πεποίθηση ότι ακόμα και στο στάδιο της
κοινοποίησης των όρων υπηρεσίας της
Διοικητού στους αρμόδιους αξιωματούχους, οι τελευταίοι θα έπρεπε να ασχοληθούν
δεόντως με τα έγγραφα που τους κοινοποιήθηκαν και ότι θα ήταν αναμενόμενο από
τους εν λόγω αρμοδίους και ειδικότερα από την Ελεγκτική Υπηρεσία να εντοπίσει
και να ενεργήσει ανάλογα με σκοπό τη διευκρίνιση των λόγων για τους οποίους
πραγματοποιήθηκαν οι προαναφερθείσες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τους
αντίστοιχους όρους των προκατόχων της
Διοικητού.
-
Η επιτροπή θεωρεί ότι η Διοικητής όφειλε να ενημερώσει, άμεσα, μόλις
περιήλθε στην αντίληψή της, για τη σχέση συγγενικού της προσώπου με
συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, τουλάχιστον τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που
της πρόσφερε το διορισμό στη θέση, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, το
Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας αλλά είναι άποψή της ότι ενημέρωσης για το
γεγονός θα έπρεπε να τύχουν και οι πολίτες ως τα θύματα της οικονομικής
καταστροφής του τόπου. Επίσης, η Διοικητής για να προστατεύσει το θεσμό που
εκπροσωπεί θα έπρεπε να αποτρέψει εκπροοιμίου συγγενικό της πρόσωπο να ασχοηθεί
με τα συγκεκριμένα θέματα, που ήταν ενδεχόμενο να δημιουργήσουν σύγκρουση
συμφερόντων.
-
Περαιτέρω, η επιτροπή θεωρεί ότι όλα όσα τέθηκαν ενώπιόν της κατά την
εξέταση του υπό συζήτηση θέματος ενδεχομένως να επηρεάσουν το εύθραυστο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την
εμπιστοσύνη που επιβάλλεται να επανοικοδομηθεί σε σχέση με αυτό, μετά την
κατάσταση που δημιουργήθηκε το τελευταίο χρονικό διάστημα.
Η
έκθεση, όπως σημειώνεται υιοθετήθηκε ομόφωνα, πριν αποφασιστεί η υποβολή της
στην ολομέλεια της βουλής για συζήτηση και όπως φαίνεται πιο πάνω επιχειρεί
έμμεσα, με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση, να δημιουργήσει ένα γενικότερο
πλαίσιο προνοιών τόσο όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ αξιωματούχων και θεσμών
του κράτους, όσο και πρακτικών για τον τρόπο λειτουργίας και συνεργασίας αυτών.
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι φαίνεται να γίνεται προσπάθεια – τουλάχιστον στο
προσχέδιο της έκθεσης – όπως το θέμα παραμείνει ανοικτό, αφού προτρέπει της
αρμόδιες αρχές να επιληφθούν των ισχυρισμών της Διοικητού της Κεντρικής
Τράπεζας για προσπάθειες εκφοβισμού της. Ταυτόχρονα, φαίνεται να επανέρχεται
για μια ακόμα φορά, ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα που σχετίζεται με την Κεντρική
Τράπεζα, αλλά άπτεται και γενικών θεμάτων τα οποία διερευνόνται, όπως αυτό της
κατάρρευσης της οικονομίας αφού αναφέρεται η αδυναμία να εξασφαλιστεί μαρτυρικό
υλικό σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορεί να αποκτηθεί πλήρης, ακριβής και καθαρή
εικόνα για τα γεγονότα.
Όπως
και στην περίπτωση της υπόθεσης της εμπλοκής του δικηγορικού γραφείου «Νίκος
Χρ. Αναστασιάδης και συνεταίροι», έτσι και
στην περίπτωση του συμβολαίου της Διοικητού της Κεντρικής Τράπεζας, Χρυστάλλας
Γιωρκάτζη, από ότι φαίνεται έπονται ακόμα πολλά και μάλιστα αρκετά σύντομα.
Πέραν τούτου, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγμα σύγκρουσης συμφερόντων και
δεοντολογίας, που εμπλέκουν κυρίως – άμεσα ή έμμεσα - το όνομα του προέδρου της
δημοκρατίας, την αξιοπιστία και την
επιλογή συνεργατών του. Ο άλλος συσχετισμός των δύο υποθέσεων έχει να κάνει με
τις θυγατέρες: στην περίπτωση της κας. Γιωρκάτζη η ενδεχόμενη σύγκρουση
συμφερόντων εστιάστηκε στην κόρη της, κάτι το οποίο εάν επεκταθεί, δεν θα
αφήνει στο απυρόβλητο τις θυγατέρες του προέδρου Αναστασιάδη για τους ίδιους
ακριβώς λόγους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου