Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα: Η νέα κατάσταση λίγες ώρες πριν την κάλπη
Μόνο μερικά 24ωρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας στα κατεχόμενα είναι
εφικτό να καταγραφούν ορισμένες τάσεις ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και την
κοινωνία, οι οποίες όχι μόνο θα επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα, αλλά
ταυτόχρονα θα αναδείξουν ευρύτερες δυναμικές των επόμενων χρόνων. Οι πρόωρες
εκλογές της 28ης Ιουλίου στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, διεξάγονται
υπό τη σκιά που δημιουργεί η εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος του Κόμματος
Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, η φθορά και η διάσπαση της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, η
αποτυχία κατάληξης στο Κυπριακό και επιπλέον η κρίση στην Ελληνοκυπριακή
κοινότητα, η οποία δημιούργησε πολλαπλούς συνειρμούς ανάμεσα στους
Τουρκοκύπριους. Στο επίκεντρο της πολιτικής πραγματικότητας της κοινότητας
βρίσκεται η κατάσταση, έτσι όπως εξελίχθηκε ιδιαίτερα μετά το 2010 όταν πλέον
αποφασίστηκε από την τουρκική και τουρκοκυπριακή ηγεσία ότι ο μετασχηματισμός
των δομών θα έπρεπε να προχωρήσει με κάθε κόστος. Με λίγα λόγια, στις εκλογές
της 28ης Ιουλίου, ίσως για πρώτη φορά και με τόσο έντονο τρόπο το
σημείο αναφοράς θα κινηθεί σε δύο πολύ σημαντικούς άξονες: Ο πρώτος είναι οι
σχέσεις που διεκδικούν να έχουν οι Τουρκοκύπριοι με την Άγκυρα. Ο δεύτερος
είναι το πώς αντιμετωπίζουν σε σχέση με την Άγκυρα τις δομές που επικράτησαν
ανάμεσα τους ιδιαίτερα μετά το 1974. Επομένως η σημασία αυτής της ψηφοφορίας
είναι μεγάλη για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Η «σιωπηλή» επάνοδος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος
Η «σιωπηλή» επάνοδος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα παρουσιάζεται
πλέον ο βέβαιος νικητής των εκλογών με τα ποσοστά του να κινούνται μεταξύ
35-40%. Έχει σοβαρές πιθανότητες για να σχηματίσει αυτοδύναμη «κυβέρνηση», όμως,
αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως από την γενική αποχή και τα ποσοστά που θα κερδίσει
επιπλέον από τη μικτή ψήφο (οριζόντια). Η επάνοδος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος
βασίζεται κυρίως στη μεγάλη φθορά του Κόμματος Εθνικής Κοινότητας και στη
διάσπαση της Δεξιάς. Οι εξελίξεις αυτές προκύπτουν ως συνέπεια του οικονομικού
πρωτοκόλλου και του τρόπου με τον οποίο επέλεξε το Κόμμα Εθνικής Ενότητας να
διαχειριστεί τις σχέσεις της κοινότητας με την Τουρκία. Την ίδια στιγμή, το
Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατάφερε, παρά τα πολλά εσωτερικά του προβλήματα, να
εμφανιστεί ως «μια πιο καλή επιλογή» (και όχι η καλύτερη) για την κοινότητα,
αφού τήρησε μια αξιοπρεπέστερη στάση έναντι των ξεκάθαρων επιβολών της
τουρκικής κυβέρνησης. Για παράδειγμα, καταψήφισε την απόφαση για καθορισμό ΑΟΖ
μεταξύ Τουρκίας και ψευδοκράτους (για τον Έρντογαν ήταν «ασυγχώρητη» κίνηση),
ενώ αντέδρασε πιο συγκροτημένα σε σχέση με το παρελθόν ενάντια σε πολιτικές,
όπως η αύξηση παραχώρησης υπηκοοτήτων και η ανεξέλεγκτη μεταφορά πηγών
κερδοφορίας σε Τούρκους επιχειρηματίες.
Καταλυτικός παράγοντας για την ενίσχυση του κόμματος φαίνεται να είναι και
το ότι σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, σε συνθήκες όπου
τα εσωτερικά προβλήματα του Κόμματος Εθνικής Ενότητας μονοπωλούσαν την
επικαιρότητα για μήνες ολόκληρους και έφτασαν μέχρι του σημείου να παραλύσουν
τις εργασίες της «βουλής», το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατάφερε να μην μετατρέψει
τα εσωτερικά του προβλήματα σε δημόσιο ζήτημα. Ενισχυτική ήταν και η σύντομη,
αλλά αποτελεσματική παρουσία της Σιμπέλ Σιμπέρ, ως υπηρεσιακού «πρωθυπουργού»,
η οποία κατάφερε να αναδείξει ένα νέο πνεύμα αναφορικά με τη διαφάνεια.
Κατάφερε, δηλαδή, να δείξει ένα διαφορετικό δρόμο στην εφαρμογή αποφάσεων από
το συνηθισμένο για τους Τουρκοκύπριους: οι αποφάσεις λαμβάνονται στη πρεσβεία
και ο εκάστοτε «πρωθυπουργός» αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο της δημοσιοποίησης
τους ωσάν να ήταν τουρκοκυπριακής προέλευσης.
Όμως, η κρίσιμη μέρα για το Ρεπουμπλικανικό φαίνεται πλέον να είναι η 29η
Ιουλίου. Και τη νέα πραγματικότητα στην εξουσία επηρεάζει η πορεία της
εσωτερικής αντιπαράθεσης μεταξύ αριστερών και φιλελεύθερων. Προϊόν αυτής της
σύγκρουσης, που έμεινε στα παρασκήνια, ήταν και το πρόγραμμα του κόμματος.
Στις 24 σελίδες του προεκλογικού
ντοκουμέντου αποφεύγεται έντονα η αναφορά είτε σε απόρριψη, είτε σε αποδοχή του
οικονομικού πρωτοκόλλου. Το όραμα του κόμματος σε σχέση με το Κυπριακό καλύπτεται
από μερικές γενικόλογες αναφορές στα συμφωνηθέντα Χριστόφια-Ταλάτ σε μία και
μόνο παράγραφο, κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση εάν κάποιος αναλογιστεί τη
σημασία που έπαιξε η διεκδίκηση για λύση του προβλήματος στο ιστορικό υπόβαθρο
και τη δημιουργία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Πάντως στον ίδιο βαθμό, όμως,
θετική αίσθηση προκάλεσε η συμπερίληψη στο ψηφοδέλτιο του κόμματος, αριστερών
προσωπικοτήτων και μάλιστα γνωστών για την κριτική, που άσκησαν όλα αυτά τα
χρόνια ενάντια στις φιλελεύθερες επιλογές που έγιναν από το Ρεπουμπλικανικό
Κόμμα, ιδιαίτερα την περίοδο που ακολούθησε τα δημοψηφίσματα του 2004.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Κοράλ Ασάμ της ΝΤΕΒΙΣ, ο Αλί Γκουλέ μέχρι
πρόσφατα επαρχιακός γραμματέας Αμμοχώστου, ο Τουφάν Έρχιουρμαν ακαδημαϊκός και
η Ντοούς Ντεριά στέλεχος του φεμινιστικού κινήματος.
Συνεπώς, ανοιχτό παραμένει και το ζήτημα της επιρροής που θα έχουν άτομα,
όπως τα προαναφερθέντα, στην ευρύτερη πορεία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, τα
αμέσως επόμενα χρόνια. Κομβικό σημείο θα πρέπει να θεωρηθεί και η στάση που θα
τηρήσουν οι διαφορετικές τάσεις εντός του κόμματος, στην περίπτωση που η
τουρκική κυβέρνηση πιέσει «επίσημα» για συνεργασία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος
με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας στην «κυβέρνηση».
Το μεγάλο θύμα του ισλαμικού
χώρου
Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, μπορεί κάλλιστα να ανακηρυχθεί ως το «μεγάλο
θύμα» του Έρντογαν. Το παραδοσιακό κόμμα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, ιδιαίτερα
από το 2009 και μετά, κινήθηκε αποκλειστικά στα πλαίσια που έθεσε η τουρκική
κυβέρνηση. Πλαίσια όμως πρωτόγνωρα για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αφού
συμπεριλάμβαναν το περαιτέρω άνοιγμα της αγοράς προς την Τουρκία και τις
ανακατατάξεις στην κοινωνία τοπικά με τρόπο που να συνιστούν απειλή για την
πολιτική υπόσταση των Τουρκοκυπρίων. Η επιλογή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας
δεν είναι καθόλου άσχετη με τις επιλογές της σχετικά αδύνατης τουρκοκυπριακής
επιχειρηματικής ελίτ (κυρίως του εμπορικού κεφαλαίου), η οποία μετά τα
δημοψηφίσματα είχε επιλέξει το δρόμο άρσης της απομόνωσης με φορέα το τουρκικό
κεφάλαιο και όχι τη λύση του Κυπριακού. Κάτι που μέσα σε λίγα μόνο χρόνια
αποδείχτηκε ανεδαφικό. Όμως, πέραν των κοινωνικών μετατοπίσεων, το Κόμμα
Εθνικής Ενότητας επέλεξε να μετατραπεί σε αποκλειστικό φορέα της νέας πολιτικής
του Έρντογαν και να συμπεριφερθεί ως «παράρτημα» της Άγκυρας. Οι Τουρκοκύπριοι,
συμπεριλαμβανομένων των ακραιφνών εθνικιστών, ποτέ δε θα ξεχάσουν την
υποτακτικότητα του Κιουτσιούκ τη στιγμή που ο Έρντογαν τον ρωτούσε δημόσια
πόσος είναι ο μισθός του για να αποδείξει την «καλοπέραση» των «αναγιωτών»
Τουρκοκυπρίων, η οποία θα έπρεπε δια του πρωτοκόλλου να καταργηθεί.
Παράλληλα, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας μετατράπηκε στο πεδίο του
ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ της ισλαμικής τουρκικής ηγεσίας και της
κυπριακής έκδοσης του ακραίου κεμαλισμού. Εάν το κόμμα θα γινόταν ο
τουρκοκυπριακός εκφραστής του νέου «κράτους» του Έρντογαν, τότε θα έπρεπε να
«καθαρίσει» από τα απομεινάρια της σχολής Ντενκτάς. Δηλαδή της ιδρυτικής
ιδεολογίας του 1983, η οποία συναντά τις ρίζες της στον περίγυρο της ΤΜΤ. Η
επιχείρηση μετασχηματισμού του κόμματος, ως ενδιάμεσος ή παράλληλος σταθμός για
το μετασχηματισμό των δομών στα βόρεια της Κύπρου, τελικά κατέληξε στη διάσπαση
του με την αποχώρηση αρχικά των «οκτώ». Μετά, ακολούθησαν και κάποιοι άλλοι,
όπως η επικεφαλής της γυναικείας οργάνωσης του κόμματος, Σουρεγιά Γκιουρσές.
Στο ψηφοδέλτιο του κόμματος γίνεται εξίσου φανερή η προσπάθεια να
εμφανιστεί το «νέο» που θα προσαρμόζεται στο πρόγραμμα «εκσυγχρονισμού». Πέραν
των πιο πιστών στο πρωτόκολλο «υπουργών», στο ψηφοδέλτιο του Κόμματος Εθνικής
Ενότητας παρελαύνουν προσωπικότητες, όπως ο Τουρκοκύπριος επιχειρηματίας Οκιάϊ
Σαντίκογλου και ο πρώην επικεφαλής της Ομοσπονδίας Οργανώσεων των εποίκων
«Συμβούλιο Δικαιοσύνης του Λαού», Οζντεμίρ Γκιούλ. Ο πρώτος είναι ο εκπρόσωπος
του Ανεξάρτητου Συνδέσμου Επιχειρηματιών και Βιομηχάνων (MÜSİAD) της Τουρκίας στην
Κύπρο – του γνωστού και ως ισλαμικού κεφαλαίου – ενώ την ίδια στιγμή είναι και
επικεφαλής της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας του Ισλάμ. Συμβολίζει, δηλαδή, τους
νέους πρωταγωνιστές. Ο δεύτερος είναι αριστερών καταβολών Αλεβίτης, που ως
επικεφαλής του «Συμβουλίου Δικαιοσύνης του Λαού» επιδίωξε να προωθήσει μια νέα
προσέγγιση αναφορικά με τη λειτουργία του τουρκικού πληθυσμού στα κατεχόμενα.
Είναι υποστηριχτής της ενσωμάτωσης των Τούρκων στα υφιστάμενα τουρκοκυπριακά
πολιτικά κόμματα και εναντίον της ίδρυσης χωριστών κομμάτων. Ως εκ τούτου,
συμβολίζει επίσης μια νέα φάση στη διεκδίκηση του τουρκικού πληθυσμού για
αύξηση της εκπροσώπησης και ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα.
Πέραν των πιο πάνω, κανένας δε μπορεί να υποτιμήσει τις ιστορικές ρίζες του
κόμματος στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μέχρι σήμερα και παρά την επιχείρηση
μετασχηματισμού, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας συνεχίζει να στηρίζεται από τον
πυρήνα και τα συμφέροντα που δημιούργησε η ΤΜΤ και ο κύκλος της, ιδιαίτερα μετά
την εισβολή του 1974. Το δεδομένο αυτό έχει εμποδίσει, μέχρι σήμερα, την
ολοκλήρωση της παρέμβασης του τουρκικού ισλαμικού χώρου. Το ίδιο δεδομένο είναι
που αναγκάζει ακόμα και τώρα τον Κιουτσιούκ να υπογραμμίζει με ένταση ότι το
κόμμα αποτελεί την μοναδική «πολιτικοποιημένη μορφή της ΤΜΤ» και ως εκ τούτου
την ιδεολογικό-πολιτική της συνέχεια.
Τουρκοκυπριακός εθνικισμός
«νέου τύπου»
Η άλλη βασική συνιστώσα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, το Δημοκρατικό Κόμμα,
ήταν σε όλη αυτή την περίοδο ο χώρος συνένωσης του τουρκοκυπριακού εθνικισμού
ενάντια στην ισλαμική «απειλή». Η δύσκολη σχέση μεταξύ Σερντάρ Ντενκτάς και
Έρντογαν είναι πολύ καλά γνωστή από την εποχή του δημοψηφίσματος αλλά και στη
συνέχεια όταν το Δημοκρατικό εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση από τη «κυβέρνηση»
συνεργασίας με το Ρεπουμπλικανικό για να πάρει τη θέση του το «δημιούργημα» του
Τουργκάϊ Αβτζί, το Κόμμα Ελευθερίας και Μεταρρύθμισης (ακόμα ένα αποτυχημένο
πείραμα του ΑΚΡ για δημιουργία επίσημου κομματικού του φορέα ανάμεσα στους
Τουρκοκύπριους). Τώρα, το Δημοκρατικό Κόμμα δέχτηκε στις τάξεις του τους οκτώ
αποβληθέντες από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, κίνηση για την οποία φημολογείται
ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε και ο Έρογλου.
Το πιο σημαντικό σημείο που φαίνεται να καταγράφει μια σοβαρή τάση ανάμεσα
στην παραδοσιακή τουρκοκυπριακή Δεξιά είναι η δημιουργία του συνασπισμού των
«Εθνικών Δυνάμεων» στα πλαίσια του κόμματος του Ντενκτάς. Το κόμμα κατέρχεται
στις εκλογές υπό την ονομασία «Δημοκρατικό Κόμμα-Εθνικές Δυνάμεις» και επιδιώκει
να καθορίσει νέες γραμμές στη σχέση του με την Άγκυρα.
Η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε για τις «εθνικές δυνάμεις» είναι ιδεολογικά
φορτισμένη και αποκαλυπτική: Χρησιμοποιείται ο όρος ulusal (ουλουσάλ) για το «εθνικές» και όχι ο όρος milli (μιλλί). Ο όρος ulusal αποτελεί τη σύγχρονη «κεμαλική»
έκδοση απόδοσης του όρου «εθνικός-εθνικές» από την εποχή που επικράτησε ο
πολιτιστικός πόλεμος ενάντια σε καθετί που παρέπεμπε στο
αναχρονιστικό-ισλαμικό-οθωμανικό παρελθόν. Αντίστοιχα ο όρος μιλλί, έστω και αν
ακόμα χρησιμοποιείται από πολλούς, διατηρεί το θρησκευτικό-ισλαμικό περιεχόμενο
της πολιτικής-θρησκευτικής κοινότητας (ούμμα). Η ευαισθησία του ισλαμικού χώρου
στη διάκριση αυτών των όρων είναι μεγάλη, όπως μεγάλη είναι και η αντίστοιχη
ευαισθησία που έχουν για το θέμα οι «κοσμικοί» εθνικιστές. Δεν είναι λοιπόν
καθόλου τυχαία η επιλογή του όρου από τον Σερντάρ Ντενκτάς για να περιγράψει
μάλιστα τη διεύρυνση της συμμαχίας του κόμματός του με ανθρώπους (οι οκτώ
αποβληθέντες) που έχουν διακηρύξει τη διαφωνία τους με τη «νέα κατεύθυνση που
παίρνει το Κόμμα Εθνικής Ενότητας».
Με αυτά τα δεδομένα, το Δημοκρατικό Κόμμα αναμένεται να αυξήσει την
εκλογική του δύναμη, μάλιστα σε βαθμό που θα ευνοήσει την επάνοδο του
Ρεπουμπλικανικού στην εξουσία. Φαίνεται να υπάρχουν αρκετοί ψηφοφόροι της
Δεξιάς που «συγκινούνται» από τις καταγγελίες Ντενκτάς περί παρεμβάσεων της
τουρκικής πρεσβείας εναντίον του. Είναι και αυτό ίσως ένα χαρακτηριστικό
στοιχείο του τουρκοκυπριακού εθνικισμού ο οποίος αναδύεται διεκδικώντας μια
διαφορετική από τη σημερινή σχέση με την Άγκυρα. Το ζήτημα για το Δημοκρατικό
είναι το κατά πόσο οι έδρες που θα κερδίσει θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει
συνεργασία με το Ρεπουμπλικανικό για σχηματισμό «κυβέρνησης».
Ακόμα μια προσπάθεια της
αριστερής αντιπολίτευσης
Μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρος των εκλογών είναι ο σχηματισμός της
αριστερής αντιπολίτευσης (απέναντι και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα). Η προσπάθεια
αυτή δεν είναι φυσικά η πρώτη και αποτελεί συνέχεια άλλων που προηγήθηκαν σε
όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος αποφάσισε
τη συγκρότηση κοινού ψηφοδελτίου με άλλες αριστερές ομάδες και οργανώσεις. Το
όνομα της συμμαχίας είναι «Κόμμα Ενωμένη Κύπρος-Δυνάμεις της Κοινοτικής
Ύπαρξης». Εξίσου ιδεολογικά φορτισμένη η χρήση των όρων, μια χρήση που
επιδιώκει την ολοκληρωτική διαφοροποίηση από όλους τους προαναφερθέντες
πολιτικούς χώρους και εμπνέεται κυρίως από το πλαίσιο που επικράτησε στις
μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011. Στο πρόγραμμα της συμμαχίας καταγράφεται ρητώς
η απόρριψη του οικονομικού πρωτοκόλλου, γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην τουρκική
εισβολή και στην ανάγκη ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού, το οποίο
θεωρείται ως η βασική πηγή όλων των υπόλοιπων προβλημάτων της κοινότητας. Η
συμμαχία έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες συσπείρωσης δυνάμεων από τα προοδευτικά
συνδικάτα της κοινότητας και ο στόχος που έθεσε είναι να ξεπεράσει το 5%
κερδίζοντας μία έδρα. Πληροφορίες εκλογολόγων συγκλίνουν στο ότι η συμμαχία θα
έχει μια αξιοπρεπή παρουσία στη Λευκωσία, ιδιαίτερα στις τουρκοκυπριακές
περιοχές, εντούτοις αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα αναφορικά με την προσέλκυση
ψήφων των εποίκων. Εμπόδιο στην προσπάθεια αυτού του συνδυασμού αποτελεί και η
απόφαση του Κόμματος Νέα Κύπρος για μποϊκοτάρισμα των εκλογών. Το κόμμα δε
λαμβάνει φυσικά αυτή την απόφαση για πρώτη φορά, όμως η προοπτική συνεργασίας
του με τις δυνάμεις της «κοινοτικής ύπαρξης» θα ήταν μια επιπλέον δυναμική για
εκπροσώπηση στη «βουλή» μιας εντελώς διαφορετικής αντίληψης. Σε κάθε περίπτωση,
εάν υλοποιηθεί ο δύσκολος στόχος της εκλογής του επικεφαλής της συμμαχίας,
Ιζζέτ Ιζτζιάν, θα αποτελέσει ένα σοβαρό πολιτικό προηγούμενο αναφορικά με τα
μηνύματα προς την Άγκυρα.
Συμπερασματικά
Οι εκλογές της 28ης Ιουλίου πραγματοποιούνται σε ένα ιδιαίτερα
«περίεργο» πολιτικό περιβάλλον. Η χρονική συγκυρία σε συνδυασμό με την γενική
απαξίωση των Τουρκοκυπρίων προς το πολιτικό σύστημα, φαίνεται να ευνοούν
καταρχήν την ενίσχυση της αποχής. Ένα φαινόμενο που και στην Τουρκοκυπριακή
κοινότητα πλέον «μονιμοποιείται». Για πρώτη φορά ίσως τόσο έντονα, το Κυπριακό
δε βρίσκεται στην προτεραιότητα των ψηφοφόρων και των κομμάτων. Η κοινωνία
σταδιακά στρέφεται στην επίλυση των «καθημερινών προβλημάτων», μια τάση που
επικρατεί ιδιαίτερα μετά το μεγάλο ξέσπασμα του 2011, το οποίο δε βρήκε την
αναγκαία πολιτική του συγκρότηση. Η αποτυχία κατάληξης στο Κυπριακό και η βαθιά
οικονομική κρίση στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, επίσης συμβάλλουν στην απαξίωση
της κοινότητας από τις πολιτικές διεργασίες. Την ίδια όμως στιγμή, φαίνεται ότι
οι ισορροπίες που θα προκύψουν την 28η Ιουλίου θα είναι εργαλειακές
ως προς τη νέα πρωτοβουλία στο Κυπριακό. Δεν είναι μυστικό ότι ο Έρογλου
ανησυχεί για τη θέση του, ενώ ο Ταλάτ έχει ήδη ξεκινήσει την προεκλογική του
εκστρατεία για το 2015, εμφανιζόμενος ως ο μόνος που μπορεί να διαχειριστεί το
Κυπριακό υπό το πνεύμα του «ενός βήματος μπροστά». Συνεπώς, η διαχείριση της
κατάστασης από το Ρεπουμπλικανικό και οι εξελίξεις του επόμενου χρονικού
διαστήματος στο Κυπριακό, αναμένεται να αναδείξουν δύο πολύ σημαντικά στοιχεία:
Πρώτο, το πώς θα επηρεαστεί η αντίληψη της τουρκικής κυβέρνησης για τον τρόπο
με τον οποίο θα επιδιώξει να αλλάξει το κυπριακό στάτους-κβο. Δεύτερο, τους
Τουρκοκύπριους πρωταγωνιστές που θα επιλέξει η Άγκυρα για την εκπροσώπηση αυτής
της πολιτικής σε κυπριακό επίπεδο. Η τελική κατάληξη των πιο πάνω δε μπορεί
παρά να επηρεάζεται και από τις εσωτερικές δυναμικές της κοινότητας που συνήθως
υποτιμούνται.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου